FreeCinema

Follow us

ΑΚΟΜΑ ΚΡΥΒΟΜΑΙ ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΠΝΙΣΩ (2017)

(À MON ÂGE JE ME CACHE ENCORE POUR FUMER)

  • ΕΙΔΟΣ: Δραματική Κομεντί
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ραϊανά
  • ΚΑΣΤ: Χιάμ Αμπάς, Φαντιλά Μπελκεμπλά, Ναντιά Κασί, Ναντιμά Μπενσικού
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 90'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ROSEBUD.21 / SEVEN FILMS

Δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990. Δέκατη μέρα ξεραΐλας κατόπιν τρομοκρατικού χτυπήματος στο υδραγωγείο του Αλγερίου. Ώρες επίσκεψης για το ασθενές φύλο, τα «μιάσματα», στην υγρή όαση ενός χαμάμ. Γι’ ακόμα μια φορά, η κωλοπετσωμένη υπάλληλος θα χρειαστεί να βρει τα νάματα και να κάνει μασάζ όχι μόνο στα κορμιά αλλά και στις «περιπτώσεις» των πολύπαθων πελατισσών της. Αλλά σήμερα το λεπίδι των αυτόκλητων παλικαράδων του Αλλάχ διψάει κι αυτό, θέλει να ξεπλύνει μια ντροπή. Μία για όλες και όλες για μία;

Είναι τουλάχιστον αξιοπερίεργο ότι στο πανί της τελευταίας δεκαετίας την πειστικότερα σηκωμένη παντιέρα του άστρου και της ημισελήνου υπέρ των γυναικείων δικαιωμάτων τη φορτώθηκε ένας άνδρας, ο Ράντου Μιχαϊλεάνου με το «Η Πηγή Των Γυναικών» (αν κι ενός άλλου, του Ατίκ Ραχίμι, στο «Η Πέτρα της Υπομονής», του έφευγε τελείως απ’ τα κουλάδια). Οι υπόλοιπες, κρατημένες από τις άμεσα ενδιαφερόμενες, κυμάτιζαν αφερέγγυα. Στο «Όταν Θέλουν οι Γυναίκες», η Ναντίν Λαμπακί έμπλεκε τα μπούτια της με το αριστοφανικό classic α λα μανιέρ ντε Κουστουρίτσα, σε βαριάντα σχολίου περί θρησκευτικού εθνοδιχασμού, που πολύ συχνά γινόταν μια ιλαροτραγική φάρσα τύπου «Το Καφέ της Χαράς» στον Λίβανο. Ατάκες σπίρτου (όπως περί των ναρκών και του μαστού στην Ουκρανία) έγραφαν καλά, το sketch της χαροκαμένης μάνας έβγαζε δυνατά σπαραγμό και η υπερτροπή αλλαξοπιστίας ήταν επαινετέα τολμηρή, αλλά ηττώνταν από μοντάζ που σπασμωδούσε σε action πλάνα πλήθους, πρώτα γενικά μετά νοματαίων εστιαστικά, το λεκτικό και τονικό ηθικό υπερθεματίζειν στα θέματα (Πιστεύω, εμφύλιος, genders), και τους ερασιτέχνες του souk που έκαναν κρα ημιγραφικά. Στο «Γυναίκες Χωρίς Άντρες» (2009), ξεπαρθένιασμα της Σιρίν Νεσάτ στη μεγάλη οθόνη, η θεά της video art τα ‘λεγε φαρσί στην υπνωτικά εικαστική εικονοπλασία στηρίζοντας υπόγεια το κίνημα εναντίον του Αχμεντινετζάντ και των μουλάδων μ’ έναν τρόπο που θα υπέγραφε κι ο Τζελαλεντίν Ρούμι, αλλά με τη συμβολιστική σημειωτική των σιλουετών κουαρτέτου (διαζευγμένη bourgeois που προσφέρει στη σπιταρόνα της άσυλο, συντροφιά και παρηγοριά σε φιλενάδα της μπλεγμένη με αριστερό γκρουπούσκουλο, σε ημιθανή νεαρή πόρνη και σε διακορευμένη σκαστή έφηβη ενώ Βρετανία και CIA προετοιμάζουν πραξικόπημα εναντίον του Σάχη στο Ιράν το 1953) λίαν τριτοκοσμική, το μεσανατολικό μελόδραμα να έχει φορεθεί ως τσαντόρ σε ερμηνείες και πλοκή, και τον εξίσου πολιτικό κι έμφυλο ανένδοτο να σου κάνει παλαιο-Τεχεράνη. Το ψιλοκακό (που λέει ο λόγος, άνισο είναι κατ’ ουσίαν) τριτώνει με τη χειραφέτηση από τα δεσμά της παρισινής σκηνής, όπου πρωτοήρθε ξακουστά στη ζωή, του «Ακόμα Κρύβομαι για να Καπνίσω» της Ραϊανά.

Ηθοποιός αυτοεξόριστη στην Πόλη του Φωτός από την («δημοκρατικά» κυβερνώμενη από το θεσμικά φαλλοκρατικό Ισλαμικό Μέτωπο Σωτηρίας) Αλγερία των 90’s. Συγγραφέας και πρωταγωνίστρια ενός θεατρικού που το 2009 ξεκίνησε απ’ τα χαμηλά για να δρέψει διεθνείς καλλιτεχνικές κι εμπορικές δάφνες προτού στο τσακ δεν της κοστίσει τη ζωή (ύστερα από δολοφονική επίθεση εξτρεμιστών μετά από μια παράσταση). Και, πλέον, auteure; Ακόμα όχι, παρά το υπαρκτό τάλαντο. Και τη μαιευτική μέθοδο της παραγωγού Μισέλ Ρε-Γκαβράς, της γυναίκας πίσω από τον άνδρα πίσω από κάποιες από τις γνωστότερες στρατευμένης αλλέως συνείδησης γαλλικές ταινίες, που έπεισε και εξασφάλισε τα… μέσα (τα ανεκτικά δημόσια λουτρά των οθωμανικών χρόνων στη Σαλονίκη) στη Μαγκρεμπίνα émigré ώστε να ριζοσπαστικοποιήσει κόντρα μουσουλμανικά το… «The Women» (1939) του Τζορτζ Κιούκορ; Συγγνώμη κιόλας, αλλά ως λούφα (το σφουγγάρι εννοώ) προς παραλλαγή της οιστρογόνας χολιγουντιανής βιντατζιάς έχει στο χέρι το φονταμενταλιστικό αρσενικό η Ραϊανά. Το ethnic spa της γίνεται η κρυψώνα μιας χρωμοσωμικής αδελφότητας, το κουκούλι της ανεξαρτησίας της, το βήμα της εν μέσω ψεμάτων αλήθειας της, το καθαρτήριο των ψυχοσωματικών τραυμάτων της, η Αρκαδία της ελευθερίας της, η ουτοπία της αυτοδιάθεσής της, το πεδίο μάχης πεποιθήσεων κι ιδεολογιών της, η μήτρα της (επίδοξης νέας) ζωής, το σφαγείο της αθωότητας. Αλλά και ο… ακάλυπτος της συλλογής (κι ενίοτε ανταλλαγής) των μπουγαδόνερων περί των εμπειριών κάθε καταπιεσμένης: συζυγικοί βιασμοί, προξενιά που χαλάνε κι αντικαθίστανται ουρανοκατέβατα, φρεσκοχωρισμένες εναντίον πρώην πεθερών, απάντρευτες γκαστρωμένες ανήλικες φυγάδες, βιτριολισμοί, ηδονικοί ή στανικοί γάμοι, κουτσούβελα. Τι τρίχες δεν ξεφορτώθηκε από την ευαίσθητη περιοχή της η Αραβίδα ενώ οι εκτός (αλλά για πόσο;) του αβάτου άνδρες… δεν ακούνε τα εξ αμάξης σ’ ό,τι πέπρωται λυρικά φαταλιστικά να γίνει κι ένα panic room;

Κατά πρώτον, η Ραϊανά έχει ριψοκινδυνεύσει να… πουλήσει τη μητέρα του εδώ λόχου, τη Χιάμ Αμπάς, ως παρακατιανή Μάνα Κουράγιο. Η μάσκα αντιομορφιάς τής Ειρήνης Παππά τού σύγχρονου μεσογειακού σινεμά την εκθέτει σε επί μακρόν αβαθή, εξωτερική υποκριτική, που ρηχαίνει έτι περισσότερο πρώιμα, όταν η ρολίστα είναι επιφορτισμένη τη διαδικαστικότητα του να ισορροπήσει τα συγκοινωνούντα δοχεία των χαρακτήρων και των ιστοριών που αυτές (ξε)κουβαλούν στο χαμάμ – κέντρο διερχομένων. Επιπρόσθετα, το ότι η πένα της εξαρχής, ως δραματουργού, έχει περιορίσει τον μικρόκοσμό της στα χωρικά ύδατα της μανταμίτσας, του κατώτερης τάξης θηλυκού του λαού, αποδυναμώνει (η παράδοση, στερούμενη διεξόδων στην τυπολογία, κουβαλά τη δική της αντιδραστικότητα) αντί να πακτώνει («τόσα ξέρουν, αλλά τους αξίζει να υποφέρουν;» είναι σα να ρωτάει η Ραϊανά) την καταγγελία της. Κι όταν τα πολύ συχνά γκρουπαρίσματα του ensemble στο κεντρικό δώμα, ενώ εκτυλίσσονται «φύγε συ, έλα συ»… επεισόδια μεταξύ 2-3 προσώπων, διακινούνται ωσάν σε προβάρισμα μιούζικαλ, η σε διεθνές ντεμπούτο dp Ολυμπία Μυτιληναίου («Miss Violence») πασχίζει, τουλάχιστον όταν εμπιστεύεται το πασπαρτού της φορητής κάμερας, να βρεθεί στο μάτι του κυκλώνα του πατιρντί – χωρίς, πάντως, αυτό να έχει επιπτώσεις στον ρυθμό.

Παρά και τις αναπόφευκτες στιγμές χαλάρωσης του καταστασιακού jacuzzi ή το αισθητό στήσιμο των ιντρίγκων στο συνοικέσιο επί δύο, εν προόδω ικανή χαλάουα στο μπικίνι της ethnic ημικατινιάς αποδεικνύεται, όταν δεν ξαπλάρει με την ποιητικότητα του παλκοσένικου, ο πηγαία γλαφυρός θυμόσοφος λόγος. «Τι είναι ο άνδρας; Στομάχι και πουλί!», είναι το αποστομωτικό απαύγασμα, προτού η στηλίτευση της άνομα υπερβάλλουσας καθεστωτικής κατασταλτικής δράσης γίνει προσφυώς σε μια εξίσωση των ζηλωτών του τσαντόρ και των κομμουνιστών ως διττού σάκου του μποξ του συστήματος. Προτού η αγοραπωλησία του αύριο της στο ράφι ψυχούλας τού ενδιαιτήματος και του θιάσου, μιας μοντέρνας (not) «Στέλλας» στο ανάποδο, στην παίξει σχεδόν μολιερικά πριν από το κισμετικό (αναποδο)γύρισμα της τύχης της στο εξιλαστήρια θυματικό κρεσέντο κάθαρσης. Προτού οι μαντίλες απ’ άκρη σ’ άκρη της πόλης αφήσουν τα πρόσωπα των ουρί και πετάξουν μακριά στον ορίζοντα, κλείνοντας πρωτοπρόσωπα όμορφα τον κύκλο της αφήγησης, στην πιο ορατά πραγματοποιημένη φαντασίωση αυτής της ξαναμμένης για δικαιοσύνη, κοινωνική και για τις sisters της, δημιουργού. Με πιο ελαφρύ χέρι οι μαλάξεις την επόμενη φορά. Και δούλα και κυρά πολύ δύσκολα γίνεται, θα βγεις δαρμένη έστω και λίγο. Το ξέρει και η ίδια…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Τα κορίτσια κάθε ηλικίας και καταγωγής θα πουν «you go girl!». Οι art-houseάδες πιθανότατα δεν θα καλυφθούν απολύτως. Οι γνώστες του σανιδιού θα αισθανθούν, καλώς ή κακώς, το je ne sais quoi του πηδήματος (απ’ το ένα medium στο άλλο μην παρεξηγηθούμε). Αν δεν πετάς τη σκούφια σου για την υπό το Κοράνι κουλτούρα εν γένει, ε, μην το λουστείς. Κακομοίρηδες που θα πάτε για μπανιστήρι: παίζουν καμπύλες σε κοινή θέα κι έχει κάτι βυζάκια σε ανύποπτο χρόνο, αλλά δεν είναι το «Αιδοίων Μονόλογοι» – λιγούρια…


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.

ΧΩΡΙΣ ΟΞΥΓΟΝΟ

Στο Μπρούκλιν του 2039, με τη ζωή να έχει σχεδόν εξαφανιστεί εξαιτίας της απώλειας οξυγόνου, μια οικογένεια επιστημόνων έχει βρει τη βιώσιμη λύση να αναπνέει… εντός της οικίας της, για να γίνει στόχος απρόσκλητων επισκεπτών που ή ζητούν τη βοήθειά της για ν’ αναπαράγουν τον τεχνολογικό εξοπλισμό της ή επιδιώκουν να πάρουν τη θέση της.