FreeCinema

Follow us

ΣΤΗΝ ΠΑΓΙΔΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ (1986)

(DOWN BY LAW)

  • ΕΙΔΟΣ: Κωμική Περιπέτεια
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζιμ Τζάρμους
  • ΚΑΣΤ: Τομ Γουέιτς, Τζον Λούρι, Ρομπέρτο Μπενίνι, Νικολέτα Μπράσκι, Έλεν Μπάρκιν
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 107'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: SEVEN FILMS

Ένα ζεστό καλοκαίρι στη Νέα Ορλεάνη, τρεις φυλακισμένοι (ένας ραδιοφωνικός DJ, ένας νταβατζής κι ένας ιταλός μετανάστης) αποφασίζουν να δραπετεύσουν και η πορεία τους θα τους οδηγήσει στους βάλτους της Λουιζιάνα.

Δυο χρόνια μετά το «Πέρα από τον Παράδεισο», το φιλμ που τον ανέδειξε σε πολλά υποσχόμενο δημιουργό, ο Τζιμ Τζάρμους επέστρεψε με άλλη μια ασπρόμαυρη ταινία με περιθωριακούς ήρωες, βάζοντας έτσι μόνιμα την ιδιοσυγκρασιακή του σφραγίδα στο παγκόσμιο indie σινεμά.

Οι δυο βασικοί Αμερικάνοι ήρωες, ο Ζακ και ο Τζακ, σίγουρα δεν αποτελούν παράδειγμα «καλών παιδιών» – ο πρώτος είναι ένας τεμπέλης DJ που δεν μπορεί να κρατήσει μια σταθερή δουλειά, με την ταινία να ανοίγει με τη σύντροφό του (η Έλεν Μπάρκιν σε ένα καλό, δικαιολογημένα υστερικό cameo) να τον πετάει στον δρόμο, ενώ ο δεύτερος είναι ένας μικρονταβατζής που ονειρεύεται τη μεγάλη ζωή. Και οι δύο θα παγιδευτούν από «εχθρούς» και θα μπουν φυλακή, και μάλιστα στο ίδιο κελί. Δεν έχουν πολλά κοινά, δεν ανταλλάσσουν πολλές κουβέντες, κάποτε έρχονται και στα χέρια, δεν αλληλοσυμπαθιούνται, όμως ανέχεται ο ένας τον άλλον απλώς γιατί… δεν έχουν τίποτε άλλο να κάνουν. Κι εκεί έρχεται ο τρίτος συγκρατούμενος, ο Μπομπ, εκ του ιταλικού Ρομπέρτο, ο Ιταλός μετανάστης με το περιορισμένο αγγλικό λεξιλόγιο, το σημειωματάριο με το μολύβι έτοιμο να σημειώσει όλο και κάποια νέα αμερικανική έκφραση, με μια απεριόριστη αισιοδοξία για τη ζωή και μια πηγαία αθωότητα (έστω κι αν είναι ο μόνος από τους τρεις που όντως διέπραξε ένα αληθινό έγκλημα!). Ο Μπομπ αλλάζει την έως τότε «beatnik» δυναμική της παρέας, γίνεται ο αποδέκτης του χλευασμού και των αστείων των δύο συγκρατουμένων του, όμως είναι εκείνος που τους ωθεί στην απόφαση να δραπετεύσουν. Όταν το επιτυγχάνουν, οι αφιλόξενοι βάλτοι της Λουιζιάνα θα δοκιμάσουν τις ευαίσθητες ισορροπίες τους στο έπακρο.

Η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του Τζάρμους επιδεικνύει σε αρκετά σημεία τη σχετική απειρία του και την κινηματογραφική του ανωριμότητα. Για ένα φιλμ χωρίς ιδιαίτερη πλοκή και δράση, 107 λεπτά είναι πολλά, με «κοιλίτσες» να ξεπετάγονται συχνά σε μια αφήγηση που ξεκάθαρα ο auteur μάς τονίζει πως κατευθύνει… με το πάσο του. Πολλά σεναριακά σημεία αγνοούνται σχεδόν επιδεικτικά (η απόδραση όχι μόνο είναι πανεύκολη αλλά μοιάζει μηδενικού ενδιαφέροντος για τον δημιουργό, ο οποίος δεν μπαίνει καν στον κόπο να μας την παρουσιάσει, κόβοντας απότομα τη ροή στους χαρωπούς φυγάδες καθώς τρέχουν προς την ελευθερία τους), ενώ η γενικότερη εξέλιξη γίνεται κατά καιρούς σπασμωδική και αδέξια, με αυτή την «ερασιτεχνική» χροιά, σαν πτυχιακής ταινίας, που μπορεί να λειτούργησε στο «Πέρα από τον Παράδεισο», εδώ όμως δεν έχει ίχνος πρωτοτυπίας.

Ωστόσο, όσο εύκολο είναι να βρεις τα όποια μειονεκτήματά της, άλλο τόσο (και παραπάνω) ευκολότερα σε κερδίζουν οι αρετές της. Καταρχάς, αυτή η έλλειψη αφηγηματικού ενδιαφέροντος απέναντι σε σκηνές που άλλοι δημιουργοί θα είχαν αναδείξει εκτενώς και, σε αντίθεση, η προσήλωση σε σχεδόν μη-γεγονότα, είναι που ξεχωρίζει στο sui generis σινεμά του Τζάρμους. Οι μικροδιάλογοι στους οποίους δεν δίνουμε σημασία στην καθημερινότητά μας, οι ελάσσονες φιλοσοφικές εκλάμψεις, ακόμα και η ίδια η βαρεμάρα, είτε στο κελί των τριών περιθωριακών είτε στην «έξω» ζωή, είναι τα σημεία που λατρεύει να επιδεικνύει σε υπαρξιακό επίπεδο ο Τζάρμους, πάντα με το υπόβαθρο ενός βαθύ ανθρωπισμού και αυτό το άλλοτε μαύρο, άλλοτε σαρκαστικό κι άλλοτε μπουφόνικο χιούμορ για το οποίο τον έχουμε αγαπήσει ανά τα χρόνια. Επιπλέον, είναι κι αυτή η ασπρόμαυρη φωτογραφία του Ρόμπι Μιούλερ, ο εξόφθαλμος και τόσο καλογυρισμένος στιλιστικός φόρος τιμής στα κινηματογραφικά είδη με τα οποία μεγάλωσε, το νουάρ των 40’s και 50’s, τις αστυνομικές b-movies των 50’s αλλά και τις βωβές κωμωδίες των 20’s. Στο τελευταίο, εδώ έχει ως βασικό «συνεργό» τον Ρομπέρτο Μπενίνι, τότε διάσημο μόνο στην Ιταλία αλλά παντελώς άγνωστο οπουδήποτε αλλού. Είτε σου αρέσει είτε όχι (αν επιλέγεις το όχι, εγγυημένα, θα σε εκνευρίσει και εδώ), ο Ιταλός κωμικός λειτουργεί άψογα ως ο clown, το κωμικό sidekick των δυο Αμερικανών «αρσενικών», με τις εκφράσεις και την ενέργεια των star ασπρόμαυρων ταινιών άλλων εποχών – ένας νέος «Σαρλό» για τη γενιά των 80’s, ο αντι-ήρωας που όμως αποτελεί τον σεναριακό καταλύτη.

Ο Μπομπ είναι αυτός που «δένει» την παρέα με τον άσβεστο οπτιμισμό του, που ξεθυμαίνει την ένταση των alpha male συγκρατουμένων του με τα άθλια αγγλικά του και τις αστείες προσπάθειες να εκφράσει αμερικανισμούς, που σκαρφίζεται το σχέδιο απόδρασης, που το κάνει πραγματικότητα (άγνωστο πώς σε εμάς, βέβαια!) και που γίνεται επανειλημμένα ο κυριολεκτικός σωτήρας της ομάδας στους βάλτους. Τα επίπεδα του χαρακτήρα τού Μπομπ, όμως, δεν σταματούν εκεί. Ο Ιταλός μετανάστης που δεν μιλά καλά τα αγγλικά, είναι αυτός που έχει εντρυφήσει στη σύγχρονη αμερικανική κουλτούρα περισσότερο κι από τους γηγενείς και φαινομενικά πιο cool συνταξιδιώτες του. Απαγγέλλει Γουόλτ Γουίτμαν και Ρόμπερτ Φροστ στα ιταλικά και λατρεύει τις παλιές αμερικανικές ταινίες με τους gangsters, τους μπάτσους και τις femme fatale, και – τι σύμπτωση – ο Τζάρμους του «προσφέρει» ανάλογες εμπειρίες στην ιστορία στην οποία τον τοποθετεί ως ανέλπιστο πρωταγωνιστή. Ο αφελής ρομαντισμός τού μετανάστη που διάβασε και είδε τόσα φιλμ κι έτσι πίστεψε στο «αμερικανικό όνειρο»; Αυτό φαίνεται πως διαπερνά γλυκόπικρα την αφήγηση της ταινίας, και γι’ αυτό ο Ιταλός γελωτοποιός γίνεται ο φύλακας άγγελος των άλλων δύο κι αμείβεται, τελικά, και με το παραπάνω στο πραγματικά απίστευτο τελευταίο μέρος της «Παγίδας του Νόμου», όπου και πάλι ο Τζάρμους δεν ενδιαφέρεται για τη δυσπιστία στο μη-ρεαλιστικό αποτέλεσμα. Μοναδική του έγνοια, να επιφυλάσσει το αντάξιο φινάλε για καθέναν από τους ήρωές του.

Με έτερους δημιουργικούς «συνεργούς» τούς πρωταγωνιστές του, τον Τζον Λούρι που έγραψε και τη μουσική και τον Τομ Γουέιτς που βέβαια έγραψε τα τραγούδια, ο σκηνοθέτης δημιούργησε εδώ ακόμα μια αδιαμφισβήτητα δική του ταινία που μπορεί να προηγείται αρκετών καλύτερών της στη φιλμογραφία του, όμως ξεχειλίζει από το απαράμιλλο στιλ του σε κάθε σκηνή. Ένας αυθεντικός, αραφινάριστος και άκρως ψυχαγωγικός Τζάρμους.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Αν είσαι θαυμαστής του Τζάρμους, έστω κι αν την έχεις ξαναδεί, είναι πάντα μια απολαυστική πρόταση για σινεμά, ακόμη κι αν δεν πρόκειται για την καλύτερη δουλειά του. Για τους μη μυημένους, η εκκεντρική αφηγηματική ροή μπορεί και να ξενίσει αρνητικά, όμως η «αφτιασίδωτη» γοητεία της μάλλον θα σας κερδίσει στο τέλος.


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.