ΠΕΝΤΡΟ ΝΟΥΛΑ (2017)
- ΕΙΔΟΣ: Θρίλερ Μυστηρίου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κάρολος Ζωναράς
- ΚΑΣΤ: Κωνσταντίνος Ασπιώτης, Κάτια Λεκλέρκ Ο’Γουάλις, Παύλος Ευαγγελόπουλος, Χρήστος Σαπουντζής, Αθηνά Παππά, Μελέτης Γεωργιάδης
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 110'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: NEW STAR
Νεαρός άνδρας, διασωθείς από πολύνεκρο τροχαίο, εξέρχεται κλινικής με απώλεια μνήμης και μοναδικά βοηθητικά στοιχεία για την ύπαρξή του ένα ιταλικό (προφανώς πλαστό) διαβατήριο, ένα σπασμένο κινητό, μια επιταγή και μια φωτογραφία εξωφύλλου από CD λαϊκής τραγουδίστριας. Τελικά, υπάρχει ο Πέντρο Νούλα;
Μερικές ελληνικές ταινίες γυρίζονται με μεγάλες προσδοκίες, ενδεχομένως. Με τη βεβαιότητα ότι ο «δημιουργός» τους κρατά στα χέρια του ένα σενάριο πανέξυπνο, αν όχι και ικανό να ανατρέψει το genre που υπηρετεί ολόκληρο. Σε κάποιες περιπτώσεις, τηρουμένων των αναλογιών μιας εγχώριας παραγωγής, το όλο project διασώζεται αποκλειστικά και μόνο επειδή η ταινία δεν παίρνει τον εαυτό της στα σοβαρά (συνέβαινε, για παράδειγμα, με τον «Γιο του Τσάρλυ», που σκηνοθέτησε ο Κάρολος Ζωναράς το 2008). Το «αστείο» δεν λειτούργησε με τον ίδιο τρόπο και στο «Μπιγκ Χιτ», το οποίο είχε τις ιδέες αλλά παραήταν άτεχνο για να σταθεί στο ύψος ενός σοβαρού homage (άρα και χωρίς χιούμορ στην προκειμένη…).
Κατά κάποιον τρόπο «εγκλωβισμένος» στα νουαρικά και γκανγκστερικά κινηματογραφικά μοτίβα / πρότυπα της αλλοδαπής, ο Ζωναράς παραμένει συνεπής στο είδος που δείχνει να αγαπά, αλλά παραγνωρίζει κάποια στοιχειώδη ζητήματα της παραγωγής, αν όχι και τα όρια του ταλέντου του ως κινηματογραφιστή, υπογράφοντας στην τελική ένα φιλμ μυστηρίου με παλαιομοδίτικη πλοκή που ενίοτε ζορίζεται να σου κλείσει το μάτι με αναφορές (από το βιβλίο που διαβάζει ο ήρωας στο λεωφορείο μέχρι τα σκόρπια ονόματα ξένων σκηνοθετών που αραδιάζονται άστοχα σε κάποιους διαλόγους), δίχως να επιτρέπει ποτέ στην αφήγησή του να ξεφεύγει από τη μετριότητα.
Μπορείς να μαντέψεις… το παραμικρό σε τούτο το εγχείρημα, από τα στερεότυπα των χαρακτήρων, το «μυστικό» της ταυτότητας του ομώνυμου ήρωα, τη σύνδεση των προσώπων, αν όχι και το άδοξο φινάλε μιας σύγκρουσης που δεν βγάζει και τόσο νόημα πραγματικά, όμως το καστ «την παλεύει» δραματικά (αντί να βάλει τα γέλια). Παραδόξως, ο Παύλος Ευαγγελόπουλος εμφανίζεται ως ικανός καρατερίστας που με χαρακτηριστική άνεση κλέβει την παράσταση στις λιγοστές του εμφανίσεις. Το υπόλοιπο καστ κινείται μεταξύ σοβαρού και αστείου, δίχως να αντιλαμβάνεται τα όποια ευρήματα ή κάποια διάθεση για χιούμορ, ενώ η ηχητική μπάντα μαρτυρά κυριολεκτικά από τα πλήκτρα του Σταμάτη Κραουνάκη, ο οποίος βαράει στον «γάμο του Καραγκιόζη» και ουχί σε παρτιτούρα score για κινηματογραφική ταινία.
Κι όμως, κάπου αισθάνεσαι ότι ο Ζωναράς νοιάζεται αληθινά γι’ αυτό που κάνει. Και ίσως να αφοσιώνεται σ’ αυτό με όση καλή θέληση του βρίσκεται. Απλά, το σύνολο φαντάζει τόσο ερασιτεχνικό στο αποτέλεσμα, που σε έναν βαθμό αισθάνεσαι μέχρι και τύψεις που «του τη λες». Αλλά έτσι πρέπει. Διαφορετικά, δεν θα προκύψει καμία βελτίωση.