FreeCinema

Follow us

ΑΚΡΙΒΩΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (2016)

(JUSTE LA FIN DU MONDE)

  • ΕΙΔΟΣ: Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ξαβιέ Ντολάν
  • ΚΑΣΤ: Γκασπάρ Ουλιέλ, Μαριόν Κοτιγιάρ, Βενσάν Κασέλ, Λεά Σεντού, Ναταλί Μπάιγ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 97'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: SEVEN FILMS

Κάπου, πριν από καιρό, ο Λουί επιστρέφει στο πατρικό του μετά από 12 χρόνια απουσίας. Έχει να ανακοινώσει τον επικείμενο θάνατό του στην οικογένεια με την οποία επικοινωνεί μόνο μέσω carte postale. Οι απορίες τους όλο και γιγαντώνονται: γιατί έφυγε και γιατί γύρισε; Αλλά θα τολμήσει κανείς να ρωτήσει;

Βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό τού Ζαν-Λικ Λαγκάρς το οποίο μετέγραψε, σκηνοθέτησε και μόνταρε, το με πολλούς φανατικούς θαυμαστές αλλά και αρκετούς ορκισμένους εχθρούς τρομερό παιδί τού Καναδά Ξαβιέ Ντολάν, στην έκτη του κιόλας ταινία, κατορθώνει να συγκεντρώσει και να ενώσει υποκριτικά κυτταρικά μία εντυπωσιακή ομάδα αποκλειστικά Γάλλων ηθοποιών (Κοτιγιάρ, Μπάιγ, Κασέλ, Σεντού και Ουλιέλ), ξεπερνώντας τον εαυτό του και κάθε προηγούμενή του δουλειά. Η πλανοθεσία του είναι εκπληκτικά τολμηρή, με εξαιρετικά κοντινά και κάποια slow-mo (τα οποία τον χαρακτηρίζουν ανέκαθεν, εμφανώς επηρεασμένα από τον Γουόνγκ Καρ-Γουάι) που αρτιώνουν μια στιβαρή διασκευή, με έντονα δραματοποιημένη την κινηματογράφηση των χαρακτήρων που μιλούν ακατάπαυστα προκειμένου να αποφύγουν το βασικό ερώτημα: «γιατί ήρθες;», ή ακόμη καλύτερα «γιατί έφυγες;» και «τι έχεις να μας πεις;». Ωστόσο, έχει αυτό καθόλου σημασία μετά από 12 χρόνια απουσίας; Έχει σημασία όταν μιλάς με τους δικούς σου λες και βρίσκεσαι σε διακοπές, μέσω εκτεθειμένων στους ταχυδρόμους μηνυμάτων σε carte postale; Αυτή η μορφή επικοινωνίας, απαρχαιωμένη, ιδιαίτερα στην εποχή του Διαδικτύου (αν και στην αρχή της ταινίας η «οδηγία», ότι τα γεγονότα λαμβάνουν χώρα «πριν από λίγο καιρό», εξηγεί πιθανώς την έλλειψη e-mail και smartphone), εξασφαλίζει τη μονόδρομη επαφή τού Λουί με τα μέλη της οικογένειάς του. Ολόκληρο το θεατρικό αναπαριστά ανάγλυφα την ανικανότητα αυτής της οικογένειας να σχετιστεί και είναι πραγματικά εντυπωσιακός ο τρόπος με τον οποίο ο Ντολάν καταφέρνει να το αποτυπώσει αυτό με σαφήνεια στην οθόνη.

Το «Ακριβώς το Τέλος του Κόσμου» χαρακτηρίζεται από μια μορφή ωριμότητας που απουσιάζει από τις προηγούμενες πέντε ταινίες του. Αφήνει στην άκρη τον οπτικό εντυπωσιασμό και τη θρασύτητα της νιότης του και καταπιάνεται με τη συμπύκνωση της ουσίας τού συναισθηματικού βάρους των οικογενειακών δεσμών. Για πρώτη φορά επιτρέπει στον θεατή να καλύψει τα κενά που εσκεμμένα αφήνει η αφήγηση και με πλήρη αυτοσυγκράτηση παραμερίζει οποιαδήποτε φλυαρία. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι έχει εντελώς εγκαταλείψει την εφηβική του ανεμελιά (εμφανής στη σκηνή με υπόκρουση το «Dragostea Din Tei» των O-Zone στην κουζίνα) ή την ανάκληση των αναμνήσεων απ’ τα τρυφερότερά του χρόνια (στη θύμηση των πρώτων ερωτικών περιπτύξεων του κεντρικού προσώπου, δοσμένη α λα μανιέρ ντε Ντολάν) – ώσπου να έρθει, η ενήλικη και σε σημεία σκληρή πραγματικότητα για να τα ισοπεδώσει. Όμως, εάν στις προηγούμενες ταινίες του, οι κεντρικοί ήρωες χαρακτηρίζονται από παρόρμηση (πιο χαρακτηριστικά στο «Mommy» και στο παλιότερο «Σκότωσα τη Μητέρα μου»), στο «Ακριβώς το Τέλος του Κόσμου» ο πρωταγωνιστής Λουί είναι πράος, μετρημένος, σιωπά και δεν ονοματίζει αυτό που θέλει, αφήνει έτσι μοιραία τα πάντα να υπονοούνται. Απέναντί του θα βρει τον αδελφό του, που συχνά κυριεύεται από έναν παιδικό, ανώριμο και σε σημεία βίαιο αυθορμητισμό. Την αδελφή του, σπιρτόζα και γεμάτη αγάπη και καμάρι για τον Λουί, τη μόνη που βρίσκει το θάρρος να τον ρωτήσει «τι κάνεις εδώ;». Τη μητέρα του, μια εκκεντρική φιγούρα που βάφει τα νύχια και τα βλέφαρά της στο μπλε χρώμα του κολιέ της και προσπαθεί πότε με χιούμορ και πότε με χορευτικά να ελαφρύνει τη βαριά ατμόσφαιρα της επιστροφής. Και τέλος την κουνιάδα του, με την οποία ο Λουί δένεται παρόλη την αρχική αμηχανία – ίσως επειδή και οι δύο νιώθουν παρείσακτοι μέσα σε αυτή την οικογένεια.

Ίσως το πιο σημαντικό πράγμα το οποίο μας αποκρύβει (σκόπιμα) η ταινία είναι από τι πεθαίνει ο Λουί. Η αιτία του θανάτου, τόσο στο θεατρικό όσο και στην ταινία, παραμένει αδιευκρίνιστη. Ο Λουί είναι ομοφυλόφιλος και η οικογένειά του το γνωρίζει. Πού έγκειται, λοιπόν, η δυσκολία; Τι είναι αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί; Για πολλούς gay άνδρες, πέραν του φαινομενικά δύσκολου coming out, υπάρχει και μία άλλη επικοινωνιακή τροχοπέδη – και αυτή είναι να βρουν τον τρόπο να εκμυστηρευτούν στους δικούς τους ότι είναι φορείς του HIV, μια διάγνωση που συχνά ερμηνεύεται λανθασμένα ως τιμωρία για την επιλογή τού τρόπου ζωής τους. Στην ταινία, η αγωνία της αποκάλυψης περιγράφεται από την αρχή με τη χρήση του voice-over, από τον ίδιο τον Λουί. Αυθαίρετα, λοιπόν, υποθέτουμε ότι ο κεντρικός ήρωας, γνωστός θεατρικός συγγραφέας (υπάρχει ένα άρθρο περιοδικού, με τον ίδιο όρθιο στο θεατρικό σανίδι, καρφιτσωμένο στον τοίχο του δωματίου της αδελφής του), όπως κι ο άνθρωπος που τον εμπνεύστηκε, προσπαθεί να εκμυστηρευτεί ότι είναι ασθενής του HIV σε τελευταίο στάδιο, επειδή ο ίδιος ο Λαγκάρς πέθανε από τον ιό σε ηλικία 38 ετών. (Η υπόθεση εκτυλίσσεται στο πρόσφατο παρελθόν, όταν η θεραπεία ήταν δυσκολότερη απ’ ό,τι στις μέρες μας.)

Είναι, όμως, η φύση της ασθένειας η πραγματική αιτία που αποτρέπει τον Λουί από την όποια ανακοίνωση; Ή μήπως η συνειδητοποίηση του ανεπανόρθωτου της ρήξης των δεσμών; Η παρατεταμένη του απουσία έχει δημιουργήσει τεράστια αστάθεια και αβεβαιότητα στην οικογένεια, καλλιεργώντας μοιραία τον φόβο της διάλυσης και ίσως αυτός να είναι ο λόγος της επιθετικής συμπεριφοράς τού μεγάλου του αδελφού, ίσως αυτός να είναι ο τρόπος του για να προστατεύσει την οικογένειά του από τον – πλέον – ξένο άνδρα. Είναι όλα αυτά που συνειδητοποιεί ο Λουί και δυσκολεύεται ή κάτι ακόμα βαθύτερο; Ίσως το ότι η δήλωση θα εγείρει αντιδράσεις που φοβάται να αντιμετωπίσει, διότι ξέρει ότι θα βγει χαμένος. Αν κλάψουν, θα νιώσει ενοχή. Αν δεν κλάψουν, θα νιώσει απόρριψη.

Το «Ακριβώς το Τέλος του Κόσμου» είναι μια ταινία για τη θνησιμότητα, την εγκατάλειψη, την αδυναμία επικοινωνίας μέσα σε μια οικογένεια, όπου οι λέξεις δεν είναι αρκετές για να αποτυπώσουν την αλήθεια. Ο δε θάνατος είναι παρών σε κάθε φιλμικό λεπτό, εντείνοντας την αγωνία της αποκάλυψης. Η ταινία, όμως, έχει και χιούμορ και παιχνιδιάρικη διάθεση. Η πολύ προσωπική στιγμή του Λουί με τη μητέρα του, εκεί που του λέει ότι τον αγαπά, είναι μια σκηνή απίστευτης τρυφερότητας μεταξύ των δύο, όπως και η σεκάνς με την αδελφή του, όταν του λέει ότι την ενοχλεί που έφυγε και ότι τον θαυμάζει, αλλά και τα flashback ως αλληλουχία ονείρου. Όλα αναδίνουν την παράλληλη αίσθηση ελαφράδας και ελευθερίας που διαπνέει το φιλμ. Ελεύθερος απ’ τις παθογένειές του, όσο ποτέ μετά απ’ αυτόν τον σταθμό στην καριέρα του, πετάει σαν τον Λουί κι ο auteur. Κι ολοζώντανος. Καλό νέο βίο, Ξαβιέ!

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Αν σου αρέσει ο Ντολάν, βρίσκεται στο πιο δημιουργικό σημείο της αξιοπρόσεκτης μέχρι τώρα σταδιοδρομίας του. Αν δεν σου άρεσε έως σήμερα, ετοιμάσου να δεις κάτι πολύ πιο λεπταίσθητα και πυκνά διαφορετικό μα και με αρκετά απ’ τα διακριτικά γνωρίσματά του. Αν δεν γνωρίζεις την ιδιοσυγκρασιακή δουλειά του αλλά σου αρέσει το θέατρο, αυτή είναι μια πρώτης τάξης διασκευή στην πολύ δυνατή σκηνική ακτινογραφία μιας δυσλειτουργικής οικογένειας, που ελπίζουμε να αποτελέσει την αφορμή για να ανέβει ξανά, επί μακρόν στην Ελλάδα. (Η πρώτη φορά ήταν το 2015, για τρεις μονάχα παραστάσεις στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, σε σκηνοθεσία Ένκε Φεζολάρι.)


MORE REVIEWS

ΓΚΟΤΖΙΛΑ x ΚΟΝΓΚ: Η ΝΕΑ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Ένα μυστηριώδες σήμα (κινδύνου;) έρχεται από τα βάθη της Κοίλης Γης και καλεί την ερευνητική ομάδα που προστατεύει τον Κονγκ στη Νήσο του Κρανίου να βρεθεί στα έγκατα αχαρτογράφητων περιοχών, ελπίζοντας να μην αναμειχθεί και ο Γκοτζίλα, προκαλώντας νέες επικές μάχες.

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ

Νεαρή δημοσιογράφος ερωτεύεται αιρετικής στάσης ζωγράφο και performance artist. Όταν η δεύτερη πεθαίνει, η πρώτη αγωνίζεται να νικήσει την ελληνική γραφειοκρατία, ζητώντας να παραλάβει τη σορό της αγαπημένης της συντρόφου.