FreeCinema

Follow us

LA LA LAND (2016)

  • ΕΙΔΟΣ: Ρομαντικό Μιούζικαλ
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ντέιμιεν Τσαζέλ
  • ΚΑΣΤ: Έμμα Στόουν, Ράιαν Γκόσλινγκ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 128'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON

Νεαρή κι άνεργη ηθοποιός που τρέχει από audition σε audition στο Λος Άντζελες, σερβίροντας καφέδες για τα προς το ζην, συναντά νεαρό πιανίστα και λάτρη της jazz με παρόμοια βιοποριστικά προβλήματα. Ο έρωτας θα φέρει την ευτυχία;

Καθώς σκεφτόμουν αυτό που παρακολούθησα, μετά το τέλος της προβολής του «La La Land», και χωρίς να… ίπταμαι του εδάφους, κεραυνοβολημένος από gay (το αντιλαμβάνεσαι με την παρελθούσα έννοια της λέξης ή… κάνεις ό,τι καταλαβαίνεις!) συναισθήματα, προσπαθούσα να καταλάβω πόσες ταινίες υπήρχαν μέσα σε τούτο το δημιούργημα του Ντέιμιεν Τσαζέλ. Ο σκηνοθέτης αυτός, γεννηθείς το 1985, γύρισε το πρώτο του φιλμ («Guy and Madeline on a Park Bench») το 2009 και κατόπιν μας έδωσε το «Χωρίς Μέτρο», για το οποίο προτάθηκε για το Όσκαρ διασκευασμένου σεναρίου. Η ταινία ήταν υποψήφια και στη δική της κατηγορία και η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου την τίμησε με τρία αγαλματάκια το 2015. Εκ του αποτελέσματος, λοιπόν, θα έλεγα πως εδώ ο Τσαζέλ βρέθηκε σε μια κατάσταση κρίσης πανικού, θέλοντας να συνεχίσει αυτή την ξέφρενη πορεία του με μια ταινία μέσα στην οποία θα συνέβαινε μια κάποια… κοσμογονία! Έτσι, μας έδωσε το «La La Land», ένα φιλμ που μοιάζει απλοϊκό και υπερβατικό ταυτόχρονα, ένα φιλμ πικρό και κωμικό μαζί, ένα μιούζικαλ που θα μπορούσε να είναι κι ένα σκέτο ρομάντζο, ένα φιλμ είδους που δεν δείχνει να πολυνοιάζεται για τα είδη. Μια ταινία που ή σε απογειώνει ή δεν σου είναι αρκετή. Κι ας είναι… πολλές ταινίες μαζί!

Αρχικά, ας ξεπεράσουμε την κουβέντα ή το ζήτημα περί «μιούζικαλ». Το καλύτερο μιούζικαλ που έχει γυριστεί εδώ και δεκαετίες είναι το… «It’s Oh So Quiet», εκείνο το τραγουδάκι που είχε ερμηνεύσει η Μπέτι Χάτον στις αρχές του ’50 και διασκεύασε η Μπιόρκ το 1995, με τον Σπάικ Τζονζ να σκηνοθετεί ιδιοφυώς το music promo του. Ένα αριστούργημα τεσσάρων λεπτών, που ο Τσαζέλ σήμερα ούτε στα όνειρά του δεν μπορεί να πλησιάσει. Και δεν είναι ότι με ενοχλεί ως σκηνοθέτης. Το «Χωρίς Μέτρο» ήταν για μένα η καλύτερη κινηματογραφική ταινία που διανεμήθηκε στη σεζόν 2014 – 2015. Άρα, είχα μεγάλες προσδοκίες από αυτόν. Πόσω μάλλον όταν η μουσική φαινόταν πως θα είναι και εδώ (;) ένας από τους βασικούς πρωταγωνιστές.

Το «Χωρίς Μέτρο» ήταν ταινία που πατούσε σχεδόν ολοκληρωτικά επάνω στο μοντάζ. Αυτό έδινε νεύρο, αυτό ήταν οι «φλέβες» του έργου, αυτό όριζε το ρυθμό, τα πάντα. Με την (jazz) μουσική παρούσα, από δίπλα. Ήταν, λοιπόν, τόσο έντονη η δύναμη και η σημασία του μοντάζ εκεί, που αισθανόσουν ότι ή καπέλωνε τον σκηνοθέτη ή έβγαζε από μέσα του μια «δεύτερη φύση». Στο «La La Land» αυτό δεν υφίσταται! Και ψάχνεις να καταλάβεις ποιος είναι αυτός ο Ντέιμιεν Τσαζέλ, τελικά. Που εδώ εμφανίζεται με μια δουλειά άρρυθμη, με σκαμπανεβάσματα, με αλλαγές ύφους, που ενίοτε ξεχνά και την ανάμειξή της με το είδος του μιούζικαλ ή, ακόμη κι όταν πατάει στα χνάρια του, δείχνει περισσότερο ότι δεν ξέρει καλά τα «βήματα». Πάει κάπου να μοιάσει με μια μοντέρνα απόπειρα στο είδος αυτό, χωρίς να πέφτει στις παγίδες και τα λάθη του Λαρς φον Τρίερ και του «Χορεύοντας στο Σκοτάδι» (2000), με τα κατακρεουργημένα στο μοντάζ μουσικά νούμερα που δεν σέβονταν πουθενά τη δουλειά του χορογράφου και τον εξέθεταν επιδεικτικά. Ο Τσαζέλ δεν πηγαίνει να ανανεώσει το μιούζικαλ, το κορτάρει μόνο, του δίνει τη χαριτωμενιά και μια γλύκα – αλλά δεν μπορεί να χορέψει μαζί του. Κι όποτε κάτι σχεδόν καταφέρνει ν’ αγγίξει από αυτό, είναι γιατί θυμάται το κλασικό Χόλιγουντ, του βγαίνει μια νοσταλγία (ειδικά στη σεκάνς που σχετίζεται με το μνημειώδες αστεροσκοπείο Γκρίφιθ, στο Λος Άντζελες), με μια παλιοκαιρίσια κομψότητα στην τετραχρωμία και το CinemaScope. Σέβεται. Ναι. Αλλά, προσωπικά, δεν μου έδωσε τη σιγουριά ότι αγαπά, ότι το γνωρίζει το πράγμα. Βγαίνει κατευθείαν (και) από το opening act η διαπίστωση, που πάει να κάνει μπάσιμο αξιομνημόνευτο, αλλά η κάμερα δεν «χορεύει» με αυτό που παρακολουθείς. Είναι λίγο. Κι αυτό (θα) ισχύει πάντα στα νούμερά του, μέχρι τέλους. Λείπει η κορύφωση από αυτές τις σκηνές. Λείπει η αξιακή βαρύτητα ενός κομματιού ανθολογίας. Αντέχει ως χειρονομία, ίσως. Όχι ως ολοκλήρωση στην πράξη.

Υπάρχει και αβεβαιότητα ως προς το πού πατάει και πού βρίσκεται το «La La Land». Ταυτίζεται με μια διάθεση memorabilia. Το διαμέρισμα της Μία (σαφώς η καλύτερη του ζεύγους υποκριτικά η Έμμα Στόουν) είναι γεμάτο με vintage posters, η Ίνγκριντ Μπέργκμαν δεσπόζει σε έναν ολόκληρο τοίχο, το σινέ Rialto παίζει τον «Επαναστάτη Χωρίς Αιτία», στο studio lot της Warner η ηρωίδα μάς δείχνει το «παριζιάνικο» παράθυρο από την «Casablanca». Κι όλο αυτό κάπου συναντά τα 80’s, με το πολύχρωμο pool party και τα pop τραγουδάκια του, ενώ φευγαλέα σου περνά από το μυαλό μέχρι και το «Soy Cuba» (και σε μια ακόμη σκηνή νωρίτερα, επίσης σε party με πισίνα). Αλλά το καταστασιακό σε προσγειώνει σε έναν ρεαλισμό σημερινό, της ανεργίας και της ευκαιριακής εργασίας, που σου κλέβουν τα νιάτα μέσα από τα χέρια, του τέλους της κινηματογραφικής αίθουσας, του τέλους της κουλτούρας στις Τέχνες. Υπάρχουν αιχμές στο σενάριο και στους διαλόγους που μιλούν στενάχωρα για το σήμερα. Γι’ αυτό κι εσύ, ο θεατής, αναζητάς σε μια τέτοια ταινία τη φυγή προς το μαγικό – γιατί όχι, και τη φαντεζί παραμύθα του μιούζικαλ. Αλλά δεν υπάρχει «yellow brick road» εδώ, ούτε και το… «One from the Heart» (1982) στους δρόμους που πατάνε οι ήρωες! Οι εποχές (αστοχία η εναλλαγή τους, σε έναν τόπο δράσης όπου δεν παίζουν καν ρόλο…), η χρονική περίοδος, οι συσχετισμοί με το ιδανικό χθες (του πότε, του ’40 ή του ’80;), όλα είναι συγκεχυμένα και φορτωμένα. Ακόμη κι αν ο Τσαζέλ ήθελε να κάνει μια ταινία για την πόλη του Λος Άντζελες. Την οποία δεν χειρίζεται «ψαγμένα» ως ντεκόρ. Πολλά τα «θέλω» του, πολλές και οι χαμένες του ευκαιρίες μαζί.

Τι μένει, τελικά, να επιπλέει στην επιφάνεια του «La La Land»; Ένα ελαφρά προβλέψιμο «A girl walks into a bar…», που μας λέει ότι η μοίρα μερικές φορές θέλει να ενώνει τις ζωές δύο ανθρώπων, οι οποίοι πρέπει να αγαπηθούν διότι… αυτό συμβαίνει πιο εύκολα στο σινεμά! Κι αυτό το καρδιοχτύπι ονειρεύονται και οι θεατές στη σκοτεινή αίθουσα, θαμπωμένοι από την ομορφιά, πρωταγωνιστών, χολιγουντιανών εικόνων, χρωμάτων που εκεί έξω μπορεί να μην ύψωναν το βλέμμα για να δουν ότι υπάρχουν. Απογυμνωμένο από τέτοια στοιχεία, όμως, το φιλμ του Τσαζέλ μιλά για προτεραιότητες και αποφάσεις που ορίζουν το μέλλον μας, με μια αφέλεια που καταδικάζει την επιλογή μιας καλύτερης ή σοβαρής καριέρας στα επαγγελματικά αντί μιας σχέσης ερωτικής. Λες και τα δύο μαζί δεν μπορούν να συνυπάρξουν με τίποτα! Λες και όποιοι το προσπαθήσουν (στ’ αλήθεια) θα αποτύχουν. Λες και βρέθηκες στη σελίδα αριθμός τάδε του COSMOPOLITAN! Κι εκεί που περιμένεις μια εξυπνάδα, μια κάποια ανατροπή των «συνταγών» για το φινάλε, ο Τσαζέλ προτιμά τις… «Ομπρέλες του Χερβούργου» (1964), το μελόδραμα του «Κι αν;» και νομίζει ότι ειρωνεύεται με πίκρα το «The End», μ’ εκείνη την παλιακή τυπογραφία (όπως αστειεύεται και με το «ξεδίπλωμα» του κάδρου, αμέσως μετά την εμφάνιση του σήματος της εταιρείας Summit σε μαυρόασπρο, «τετράγωνο» format). Δυστυχώς, για μένα, αυτή η «αλήθεια» του φινάλε δείχνει τόσο ζορισμένη και ψεύτικη συναισθηματικά. Παράδοξο αυτό, να κατηγορεί κανείς για ψέμα το σινεμά, ε;

Δεν έχω αμφιβολίες ότι το «La La Land» θα κερδίσει το Όσκαρ καλύτερης ταινίας για το 2017. Συν τοις άλλοις, το φιλμ μιλά και για τους ηθοποιούς, «χαϊδεύει» αυτή την πλειοψηφική μάζα των ψηφοφόρων της Ακαδημίας, που πριν από μερικά χρόνια προτίμησαν εκείνο το αίσχος ταινίας που άκουγε στον τίτλο «Birdman» (2014). Οι ηθοποιοί το έκαναν αυτό, μη γελιόμαστε. Ευτυχώς, το έργο του Τσαζέλ δεν είναι κακό. Απλά, συναντά πολλά εμπόδια, πάσχει σε ρυθμό (βλέπε και διάρκεια…) και, αν ρωτάς κι εμένα, δεν καταφέρνει να πει κάτι πιο πρωτότυπο ή ουσιαστικό για τις σχέσεις από το «(500) Days of Summer» (2009) του Μαρκ Γουέμπ. Που δεν ήταν «μιούζικαλ». Για στάσου, όμως! Θυμάσαι το (υπέροχο) νούμερο με το τραγουδάκι των Ντάριλ Χολ και Τζον Όουτς από εκείνη την ταινία; Τέτοια σκηνή, ολόκληρο το «La La Land» δεν έχει. Γι’ αυτό βγήκα με παράπονο από την αίθουσα, χωρίς να έχω αγαπήσει (στο σινεμά)…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Αξίζει να το έχει δει κανείς, απλώς είναι προτιμότερο να πας στην αίθουσα με λιγότερες προσδοκίες από αυτές που έχει δημιουργήσει η φήμη της ταινίας. Που πάει για Όσκαρ. Οπότε, καταλαβαίνεις. Ψυχοπονιάρες, singles κάθε φύλου και το gay (χωρίς #diplhs εδώ) crowd θα γίνουν ένα με τη μοκέτα, τα πλακάκια και τα τσιμέντα στα πεζοδρόμια. Αν και τα μουσικά νούμερα είναι σχετικά λίγα, οι θεατές που βαριούνται το μιούζικαλ θα ξεφυσάνε σε τούτα τα 128 λεπτά. Μερίδα της πιτσιρικαρίας θα πάει να δει τους stars, και αυτή είναι που μπορεί να κερδίσει κάτι από το φιλμ, που μπορεί να διδαχτεί κάτι από την αισθητική του. Διότι καλό γούστο υπάρχει, αλίμονο. Στο φινάλε, αν πας προσγειωμένος, μπορεί και να εκπλαγείς. Αν πας έτοιμος να δεις το «αριστούργημα», θα λειτουργήσει αντιστρόφως.


MORE REVIEWS

ΓΚΟΤΖΙΛΑ x ΚΟΝΓΚ: Η ΝΕΑ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Ένα μυστηριώδες σήμα (κινδύνου;) έρχεται από τα βάθη της Κοίλης Γης και καλεί την ερευνητική ομάδα που προστατεύει τον Κονγκ στη Νήσο του Κρανίου να βρεθεί στα έγκατα αχαρτογράφητων περιοχών, ελπίζοντας να μην αναμειχθεί και ο Γκοτζίλα, προκαλώντας νέες επικές μάχες.

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ

Νεαρή δημοσιογράφος ερωτεύεται αιρετικής στάσης ζωγράφο και performance artist. Όταν η δεύτερη πεθαίνει, η πρώτη αγωνίζεται να νικήσει την ελληνική γραφειοκρατία, ζητώντας να παραλάβει τη σορό της αγαπημένης της συντρόφου.