FreeCinema

Follow us

ΤΟ ΚΟΙΝΟΒΙΟ (2016)

(KOLLEKTIVET)

  • ΕΙΔΟΣ: Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τόμας Βίντερμπεργκ
  • ΚΑΣΤ: Ούλριχ Τόμσεν, Τρίνε Ντίρχολμ, Μάρτα Σοφί Βάλστρομ Χάνσεν, Ζουλί Ανιέτε Βανγκ, Ελένε Ράινγκορ Νόιμαν, Λαρς Ράντε, Φάρες Φάρες
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 111'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: SEVEN FILMS

Δεκαετία ’70. Ένας καθηγητής αρχιτεκτονικής κληρονομεί από τους αποθανόντες γονείς του ένα τεράστιο και άκρως επιβλητικό οίκισμα, διερωτώμενος πόσο απομονωμένη μπορεί να είναι η ζωή για την τριμελή οικογένειά του, μέσα στους άδειους διαδρόμους του σπιτιού. Η απάντηση θα έρθει απρόσμενα, όταν από κοινού με τη σύζυγό του αποφασίσουν να δημιουργήσουν ένα οικιακό κοινόβιο, αποτελούμενο από γνωστούς και φίλους.

Στήνοντας το προσαρμοσμένο σενάριο (μαζί με τον μόνιμο συνεργάτη του Τομπίας Λίντχολμ) γύρω από το πρωταγωνιστικό δίδυμο των Τόμσεν – Ντίρχολμ, που αποτελούν τις κεντρικές και μοιραίες φιγούρες της ταινίας – σταθμού της καριέρας του, «Οικογενειακή Γιορτή», ο Βίντερμπεργκ στο νέο του φιλμ ποντάρει με ασφάλεια στην ερμηνευτική δεινότητα των βασικών του ηρώων, που για μια ακόμη φορά μοιάζουν να αντλούν το υποκριτικό τους σθένος από τα άβολα γεύματα, τις πολυ-ατομικές μαζώξεις και τα «άπλυτα» που βγαίνουν στη φόρα μεν, δίχως να είναι και τόσο σκληροπυρηνικά «άπλυτα» δε.

Στην ελευθεριάζουσα περίοδο των «παιδιών των λουλουδιών» και του «make love, not war» ως περιρρέοντος αισθήματος, ο Βίντερμπεργκ βάζει κάτω τις παιδικές αναμνήσεις της δικής του πολύχρονης κοινοβιακής ανατροφής, μεταφέροντας στη μεγάλη οθόνη το φερώνυμο θεατρικό του έργο, την ίδια στιγμή μπολιάζοντας την υπόθεση με βιογραφικά ψήγματα, χωρίς αυτό να καθίσταται εμφανές από τον τρόπο που κινηματογραφεί τους – μπόλικους – χαρακτήρες του, κρατώντας ως επί το πλείστον ρόλο παρατηρητή και «εξουδετερώνοντας» έτσι την όποια εκούσια ή ακούσια ταύτιση με πραγματικά, βιωματικά γεγονότα.

Αν και «Το Κοινόβιο», ως ιδέα και ως κινηματογραφικός τίτλος, προδιαθέτει πρωτίστως για διαδοχικά σεναριακά γαϊτανάκια δραματικών και εν γένει κοινωνικοπολιτικών δρώμενων, στην προκειμένη περίπτωση κάτι τέτοιο δεν ισχύει απόλυτα. Με φόντο την πολιτιστική διαφοροποίηση των ατόμων, όπως αυτή συντελείται οπτικά μέσω της χρωματικής παλέτας, της ενδυματολογίας και της εξωαφηγηματικής μουσικής, ο Βίντερμπεργκ δεν επιλέγει να κάνει μια ταινία – ύμνο στις, κατά κάποιον τρόπο, επιβεβλημένες ελευθερίες της εποχής, αλλά μια ταινία για τις ατομικές συνέπειες και κυρίως την ενήλικη ευθύνη που φέρει κάθε ένας από τους ήρωες, στη βάση του διαχρονικά διαδεδομένου μοτίβου της κοινοκτημοσύνης, κατά το σύνηθες «τα δικά μου δικά σου και τα δικά σου δικά μου». Τι γίνεται, όμως, σε περίπτωση που κάτι θες να παραμείνει μόνο δικό σου;

Εύστοχα παίζοντας με τα – ανά στιγμές – δυσδιάκριτα όρια των ανθρωπίνων σχέσεων, ο Βίντερμπεργκ ανάγει τον συζυγικό δεσμό των ηρώων του στο νούμερο ένα πλεονέκτημα, αλλά και μειονέκτημα της ταινίας του. Η επικέντρωση γύρω από τις εξελίξεις του πρωταγωνιστικού ζεύγους και οι προοδευτικές αλλαγές, που σηματοδοτούν με τη σειρά τους ένα domino αλλαγών μέσα στο σπίτι, αποτελούν εξ όψεως μόνο το δυνατό χαρτί του φιλμ, το οποίο έτσι κι αλλιώς βασίζεται σε μεγάλο μέρος του στην αυταπόδεικτη χημεία των Τόμσεν – Ντίρχολμ. Εντούτοις, αν κάτι στερείται η ταινία, αυτό είναι αναμφίβολα το ταλέντο του δημιουργού της στο χτίσιμο μιας ατμόσφαιρας που συνήθως προοικονομεί ένα σαρωτικό ξέσπασμα, εκτρέποντας τη στρωμένη σεναριακή κατεύθυνση προς μονοπάτια δίχως γυρισμό. Το είδαμε σε όλη τη λεκτική του έκταση – και ένταση – στο δείπνο του «Οικογενειακή Γιορτή», υπό το πρίσμα ακόμη ενός κάποιου (όχι και τόσο ξεκάθαρου) Dogme 95, το είδαμε και στο πιο πρόσφατο «Το Κυνήγι», εκεί όπου το τέλος σηματοδοτεί από μόνο του για τον πρωταγωνιστή τη σαρωτική συνειδητοποίηση της μη επιστροφής στην πρότερη κανονικότητά του.

Είναι περίεργο ότι ο Βίντερμπεργκ σκηνοθέτησε μια τέτοια ταινία, που ούτε ιδιαίτερη είναι ως προς την αφηγηματικότητά της, ούτε διαθέτει το υποθεσιακό βάρος άλλων δουλειών του. Στο σύνολό του, «Το Κοινόβιο» μοιάζει να αποτελεί απλά την άνευρη αναπαράσταση της καθημερινότητας μιας τυχαία επιλεγμένης ομάδας ατόμων, που δεν παρουσιάζουν (ή δεν γίνεται να παρουσιάζουν) κανένα ενδιαφέρον απλά και μόνο επειδή υπάρχουν. Οι συγκρούσεις (όταν αυτές εμφανίζονται) φαίνονται υπερβολικά «στημένες», ενώ οι περισσότεροι από τους ενοίκους κρατούν χαρακτήρα «διακοσμητικό». Χρησιμοποιώντας ως πρόφαση για την ώθηση της μυθοπλασίας την ύπαρξη ενός τρίτου προσώπου που έρχεται για να προκαλέσει τριγμούς στην επίσημη συζυγική εστία, ο Βίντερμπεργκ επιδιώκει να «απεγκλωβίσει» τους χαρακτήρες από το υποθεσιακό βάλτωμα, χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία, αφού μέχρι εκείνη τη στιγμή ο θεατής έχει σχεδόν χάσει το ενδιαφέρον του. Ούτε και η δραματική «υπερφόρτωση» της Τρίνε Ντίρχολμ μοιάζει ικανή να επαναφέρει την προσοχή στα επί της μεγάλης οθόνης τεκταινόμενα, με το φιλμ να καταλήγει σε ένα γλυκανάλατο φινάλε, αντάξιο της απρόσμενα επιφανειακής του προσέγγισης από τον Δανό δημιουργό.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Μην περιμένεις μεγαλεία παρελθόντος στη νέα ταινία του Βίντερμπεργκ. Κάτι το πολυάριθμο cast, κάτι οι ατέρμονες συζητήσεις δίχως ιδιαίτερο λόγο, κάτι το βεβιασμένο ενδιαφέρον που πρέπει να περάσει στον θεατή, και το όλο γλυκό απλώς δεν δένει. Από την άλλη, αν θες να πάρεις μια γεύση τού τι εστί 70’s και να τσεκάρεις μερικές αξιοπρεπείς ερμηνείες, «Το Κοινόβιο» μπορεί να ικανοποιήσει τις περιορισμένες αυτές απαιτήσεις σου, αν και δύσκολα θα αποτελέσει μια ταινία που θα θυμάσαι για καιρό.


MORE REVIEWS

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ

Νεαρή δημοσιογράφος ερωτεύεται αιρετικής στάσης ζωγράφο και performance artist. Όταν η δεύτερη πεθαίνει, η πρώτη αγωνίζεται να νικήσει την ελληνική γραφειοκρατία, ζητώντας να παραλάβει τη σορό της αγαπημένης της συντρόφου.

ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΟΞΑ

Η ιταλική αυτοκινητοβιομηχανία Lancia θέλει να κερδίσει πάση θυσία το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ράλι του 1983, όμως, το μοντέλο της 037 υστερεί σημαντικά έναντι της τετρακίνητης γερμανικής τεχνολογίας του Audi Quattro. Ο εκτελεστικός της Διευθυντής, Τσέζαρε Φιόρι, έχει μερικές πονηρές ιδέες οι οποίες ενδεχομένως μπορούν ν’ αλλάξουν τη διαφαινόμενη πορεία των πραγμάτων. Εμπνευσμένο από αληθινά γεγονότα.