ΕΠΙΣΗΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ (1985)
(LA HISTORIA OFICIAL)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Λουίς Πουένσο
- ΚΑΣΤ: Νόρμα Αλεάντρο, Έκτορ Αλτέριο, Ούγκο Αράνα, Τσουντσούνα Βιγιαφάνιε
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 112'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: WEIRD WAVE
Αργεντινή, 1983. Στον απόηχο της στρατιωτικής χούντας, μια γυναίκα θα αναζητήσει την αλήθεια πίσω από την υιοθεσία της πεντάχρονης κόρης της, η οποία ίσως και να αποτελεί ένα από τα χιλιάδες μωρά που αρπάχτηκαν και δόθηκαν για παράνομες υιοθεσίες κατά τη διάρκεια της πενταετούς δικτατορίας του πραξικοπηματία Αρχηγού του Στρατού, Χόρχε Ραφαέλ Βιδέλα.
Τριάντα χρόνια μετά τη βράβευσή της με το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, η «Επίσημη Ιστορία» του Αργεντίνου Λουίς Πουένσο επανακυκλοφορεί στις ελληνικές αίθουσες σε αποκατεστημένη κόπια, επανασυστήνοντας στο κοινό μια από τις πιο μελανές σελίδες στην Ιστορία της χώρας, με τον δημιουργό της να μπλέκει συστατικά ιστορικού φιλμ και μυθοπλασίας, σε μια απόπειρα απονομής κινηματογραφικής δικαιοσύνης και αποκατάστασης της αλήθειας, αυτής που πολλές φορές αφήνεται τεχνηέντως εκτός των «επίσημων» βιβλίων των κρατικών επικαίρων.
Σε σενάριο του ιδίου, αλλά και της εξαιρετικά σημαντικής εκπροσώπου του λατινοαμερικάνικου σινεμά, Αΐντα Μπόρτνικ, το φιλμ επιχειρεί να διερευνήσει ταυτόχρονα διαφορετικές πτυχές τού εν βρασμώ κοινωνικοπολιτικού μετώπου, αν και όχι πάντα με την ίδια επιτυχία, μοιάζοντας σήμερα αρκετά παρωχημένο και ανά στιγμές δραματουργικά ανιαρό. Θέτοντας, εντούτοις, στο επίκεντρο της σεναριακής του σύγκρουσης μια εκπρόσωπο της μπουρζουαζέ τάξης, ο Πουένσο υπογραμμίζει από την αρχή τις βαθιές αντιθέσεις που χαρακτηρίζουν την κοινωνία της Αργεντινής και κατ’ επέκταση και τους ήρωές του, κατασκευάζοντας, μεν, το προφίλ μιας κυρίας της υψηλής κοινωνίας, σεβάσμιας μητέρας και συζύγου, με την επαγγελματική ιδιότητα της δασκάλας Ιστορίας, δε. Αυτό ακριβώς το εύρημα του χαρακτήρα αποτελεί επί της ουσίας και την αφετηρία για τη σταδιακή μεταστροφή της ηρωίδας και για την αμφισβήτηση όχι μόνο των συνθηκών κάτω από τις οποίες πραγματοποιήθηκε η υιοθεσία τής κόρης της, αλλά κυρίως του εαυτού της και της υποχρέωσής της απέναντι στην ίδια την Ιστορία.
«Η Ιστορία είναι η μνήμη των ανθρώπων», λέει η Αλίσια (Αλεάντρο) στις πρώτες σκηνές της ταινίας, καθώς συστήνεται μπροστά σε μια κατάμεστη αίθουσα από μαθητές, προσδιορίζοντας τίνι τρόπω τον εαυτό της ως εκπρόσωπο της αλήθειας και των κοινωνικών πεπραγμένων του παρελθόντος. Η Αλίσια είναι στην πραγματικότητα μια γυναίκα σε πορεία σύγκρουσης με όλα όσα – επιφανειακά και εύκολα – διδάσκει στους «επαναστάτες» νεαρούς τής τάξης, που διακηρύσσουν πως «η Ιστορία γράφεται από τους δολοφόνους», βολεμένη στο άνετο σπιτικό με την οικιακή βοηθό, τα πλουσιοπάροχα δείπνα και τη συντροφιά ενός συζύγου που εργάζεται για την κυβέρνηση και εκφράζει μάλλον αμφίβολες πολιτικές τοποθετήσεις. Παρ’ όλα αυτά, η ιδέα τού Πουένσο πίσω από το ατομικό ξεμπρόστιασμα και το βάρος της ευθύνης, που φέρει η μονάδα απέναντι στο σύνολο, επιτρέπει περιθώρια εξιλέωσης, υπονοώντας πως ποτέ δεν είναι αργά για κάποιον να κάνει τη διαφορά (το σωστό, δηλαδή), ακόμα κι αν έτσι η γαλήνη του οικογενειακού του μικρόκοσμου θα διασαλευτεί εκ βάθρων.
Και τώρα ας ξεκαθαρίσουμε κάτι. Σε ένα φιλμ, το σενάριο δεν αποτελεί (ή τουλάχιστον δεν θα έπρεπε να αποτελεί) αυτοσκοπό και, δυστυχώς, εν έτει 2016, μπορεί η υπόθεση της «Επίσημης Ιστορίας» να παρουσιάζει ενδιαφέρον, κυρίως επειδή βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα και μνήμες που ένας ολόκληρος λαός εξακολουθεί να κουβαλά «μέσα» και «πάνω» του, η ακαδημαΐζουσα όμως σκηνοθεσία του Πουένσο στερεί από την ταινία την ευκαιρία να αναχθεί σε ένα πραγματικά σπουδαίο δείγμα της 7ης Τέχνης, παρά το γεγονός ότι διαθέτει τα εχέγγυα των καλών ερμηνειών και της συμπαγούς σεναριακής ραχοκοκαλιάς. Δεν είναι εύκολο να αναλύει κανείς ένα έργο περασμένων δεκαετιών υπό το πρίσμα των παρουσών συνθηκών, ούτε φυσικά μπορεί να δέχεται αβλεπεί την υπεροχή (θεωρητικά) κλασικών δημιουργημάτων χωρίς την ύπαρξη μιας καταρχήν επιχειρηματολογίας αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους συμβαίνει αυτό. Σε μια πρώτη ανάγνωση, πόσο τυχαίο μπορεί να είναι το γεγονός πως η ταινία του Πουένσο κέρδισε το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, τρία μόλις χρόνια μετά το τέλος της τελευταίας στρατιωτικής χούντας της Αργεντινής; Μάλλον όχι και τόσο… Μήπως, τελικά, η πρόσληψη μιας κινηματογραφικής θεματικής από τον σύγχρονο θεατή εξαρτάται αφενός από το μέγεθος του αντικτύπου (εν προκειμένω ιστορικού) του εκάστοτε συμβάντος, και αφετέρου από τον χρονικό «απογαλακτισμό» που προκύπτει ανάμεσα στην ταινία και την εξω-αφηγηματική της ιστορικότητα;
Στην περίπτωση της «Επίσημης Ιστορίας», το πρόβλημα δεν έγκειται τόσο στη λειτουργικότητα του δράματος, όσο στην κινηματογραφική της διαύγεια και τη δημιουργική πρόκληση που μοιάζει να απουσιάζει ολοκληρωτικά, με την ταινία να αποτελεί μια ατέλειωτη εναλλαγή διαλογικών κειμένων και πρόζας που εξυπηρετούν απλά και μόνο ένα κάποιο backstory της ταινίας. Εν ολίγοις, το φιλμ δεν είναι σκηνοθετικά θελκτικό, πράγμα που σημαίνει πως και η σχετική του πρόσληψη από τον θεατή «χάνει» σε επίπεδο όχι μόνο κινηματογραφικό, αλλά και καθαρά χρονικό. Η αντιπαραβολή τής επίσημης ιστορίας της Αργεντινής με την αληθινή, προσωπική ιστορία της ηρωίδας δημιουργούν πράγματι ένα σεναριακό πλαίσιο ισχυρό, που όμως ποτέ δεν καταφέρνει να μετουσιωθεί σε μια δυνατή φιλμική εμπειρία.