FreeCinema

Follow us

TONI ERDMANN (2016)

  • ΕΙΔΟΣ: Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μάρεν Άντε
  • ΚΑΣΤ: Σάντρα Χούλερ, Πίτερ Σιμόνιτσεκ, Μίχαελ Βίτενμπορν, Τρίσταν Πούτερ, Ίνγκριντ Μπίζου, Βλαντ Ιβάνοφ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 162'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: SEVEN FILMS

Ο Βίνφριντ είναι ένας πατέρας με μια μοναχοκόρη που αισθάνεται πως δεν είναι πια «δική του». Η Ίνες είναι μια κοπέλα εργασιομανής, ψυχρή σε όλα της, που αισθάνεται πως δεν έχει ανάγκη από κανέναν άνθρωπο στη ζωή της. Ή μπορεί και να κάνουν λάθος. Και οι δύο.

Υπάρχει μια σκηνή στην οποία ο Βίνφριντ λέει στην κόρη του πως δεν είναι άνθρωπος. Κατάμουτρα. Δημόσια. Εκείνη δείχνει να προσβάλλεται κάπως, με μια έκπληξη απορίας στο βλέμμα, λες και ο χαρακτηρισμός τής ήταν πρωτάκουστος. Καταλαβαίνουμε ότι μπορεί και να μην πληγώθηκε τόσο. Δεν έχουν μια τέτοια, βαθιά σχέση, αν κι εκείνος είναι ο πατέρας της. Για την Ίνες, το μόνο που μετράει είναι η επαγγελματική αναρρίχηση και η καταξίωση. Δεν έχει οικογένεια, δεν έχει προσωπικές σχέσεις, δεν έχει πατρίδα. Ναι. Δεν είναι άνθρωπος.

Το «Toni Erdmann» είναι ένα από τα πιο σκληρά κινηματογραφικά έργα που θυμάμαι να έχω παρακολουθήσει εδώ και πολλά χρόνια. Μοιάζει κάπως ανάλαφρο αρχικά, όμως όσο ελπίζεις ότι το πλησίασμα που επιχειρεί να κάνει ο Βίνφριντ προς την Ίνες θα καρποφορήσει θετικά, άλλο τόσο πιο επίπονο και άκαρδο είναι αυτό που εισπράττεις ως αποτέλεσμα. Κι ας προσπαθούν για το αντίστροφο οι δύο ήρωες. Η Μάρεν Άντε δεν σηκώνει αστεία! Κρίνει τις διαπροσωπικές σχέσεις, όσο και μια ευρύτερη κοινωνία του σήμερα, ως ένα σύνολο της Ευρώπης που αποχαιρετά ολοκληρωτικά κάθε έννοια ανθρωπισμού. Μιας Ευρώπης που θέλει να μοιάζει περισσότερο με… «Βρυξέλλες», που εισβάλλει «μεταρρυθμιστικά» στις ζωές των ανθρώπων στα Βαλκάνια (η Ίνες εργάζεται για λογαριασμό πολυεθνικής στο Βουκουρέστι, ενώ ελπίζει για «μετάθεση» προς Ασία μεριά για τα επόμενα χρόνια), αφαιρώντας κάθε σημάδι ταυτότητας, συνείδησης, συναισθημάτων, φροντίδας για τον συνάνθρωπο. Το μέλλον ανήκει στα λογιστικά, όχι στους ίδιους τους ανθρώπους, που είναι απλά αναλώσιμοι και μπορούν να απολυθούν ανά πάσα στιγμή, δια ασήμαντον αφορμή. Αυτός είναι ο κόσμος της Ίνες, στην καθημερινότητά της αλλά και μέσα της.

Ο Βίνφριντ θα δοκιμάσει να την πλησιάσει, μετά από χρόνια. Θα προσπαθήσει να θυμηθεί και να μάθει την κόρη του. Ο χρόνος έχει αρχίσει να δείχνει τα δόντια του, βλέπεις. Η μητέρα του μάλλον είναι στα τελευταία της και ο ίδιος δεν χαίρει άκρας υγείας, επίσης. Ένα παιδί το έχει. Οι άμυνές του έχουν «κάψει» ασφάλειες μέσα του, από καιρό. Η συνείδηση χτύπησε κόκκινο για μια ζωή δίχως στόχους και σημασία (που θα έπρεπε να δίνει) στην κάθε ξεχωριστή στιγμή της μέρας. Δεν του μένουν στιγμές, πια. Και αντιδρά κάνοντας φάρσες, μεταξύ σοβαρού και αστείου, στους πάντες γύρω του. Ο Βίνφριντ είναι ένας χαρακτήρας που μοιάζει σα να απέδρασε από την παρέα των «σπαστικών» μεγαλοαστών του Λαρς φον Τρίερ, από τους «Ηλίθιους» (1998). Οι πράξεις του, όμως, δεν μοιάζουν με προκλήσεις ή «ασκήσεις» θάρρους. Δεν διαγωνίζεται σε κάτι. Πλάθει έναν δικό του ήρωα, τον Τόνι Έρντμαν, φορά μια άθλια μασέλα και μια ολοφάνερα γελοία περούκα, και περιφέρεται σαν ένα ανήλικο πειραχτήρι που «τρολάρει» την κόρη του, τα αφεντικά της, τους συνεργάτες της, οποιονδήποτε πέσει στην αντίληψή του. Ο Βίνφριντ έχει βρει το δικό του «ελιξίριο» για μια καλύτερη ποιότητα ζωής και αυτό λέγεται… Τόνι Έρντμαν.

Φυσικά, ο Τόνι Έρντμαν κάνει χαλάστρα στη ζωή (αν μπορούμε να πούμε ότι υφίσταται αυτό…) και την επαγγελματική καριέρα της Ίνες, η οποία δεν δύναται να τον απομακρύνει, απλά και μόνο λόγω της συγγένειας. Θα αισθάνεται πάντοτε άβολα δίπλα του, δεν θα του δίνει καμία σημασία (έως και σαφώς σκόπιμα) και θα προσπαθεί διαρκώς να τον κάνει να φύγει από κοντά της, ειδικά όταν εμφανίζεται για «επίσκεψη» στη Ρουμανία. Εκεί κατανοούμε καλύτερα τα καθημερινά άγχη της ηρωίδας, που δεν μοιράζεται με άλλον άνθρωπο τίποτα δικό της – ακόμη και τη σεξουαλική επαφή σχεδόν, με έναν υποτιθέμενο εραστή που αυνανίζεται μπροστά στο καλυμμένο αιδοίο της, γονατισμένος στο πάτωμα, δίχως να αντιλαμβάνεται την προσβολή την οποία υφίσταται. Η Ινές είναι ένα τόσο άκαρδο, άψυχο τέρας.

Η συνύπαρξή τους, ως πατέρας και κόρη, θα μάθει πράγματα και στους δύο. Και ο θεατής (μάλλον) θα έχει μια κρυφή ελπίδα, όλο αυτό να ολοκληρωθεί σε μορφή θετικού διδάγματος και παραδείγματος προς μίμηση, ως αναφορά ταύτισης και σε συσχετισμούς με το τι βιώνει εκεί έξω. Αλλά η ελπίδα αυτή θα μοιάζει με το να ζητάς από μια… Βελκουλέσκου, για παράδειγμα, να (παρα)κάμψει τις οδηγίες που εκτελεί για λογαριασμό των αφεντικών της και να σε αντιμετωπίσει ως άνθρωπο. Εδώ είναι που γελάς! Και το φιλμ έχει και τέτοιες στιγμές. Που σβήνουν άδοξα, όταν το «αστείο» ακουμπάει εσωτερικά, σε συνείδηση, ψυχισμό. Γελάς όταν η Ίνες αρχίζει να τραγουδά το «The Greatest Love of All» σ’ ένα λαϊκό σπίτι στο Βουκουρέστι, χωρίς καν την πολυτέλεια της χρήσης karaoke, με τον πατέρα της στο πιάνο. Στην αρχή. Μέχρι το τέλος του τραγουδιού, όμως, αισθάνεσαι πόσο άβολα παρακολουθείς (και) αυτή τη σκηνή, η οποία υπενθυμίζει ξανά τη συγγένεια του φιλμ με τους «Ηλίθιους».

Η Μάρεν Άντε σίγουρα αποφεύγει τα κλισέ, ειδικά τα δραματικά. Και αυτό είναι ένα μεγάλο plus στο «Toni Erdmann». Υπήρξε μερίδα της κριτικής, μετά την πρεμιέρα των Καννών, που υποδέχθηκε το φιλμ ως… κωμωδία! Δεν μπορώ να συμφωνήσω με αυτή την άποψη. Το χαμόγελο του Βίνφριντ με τη μασέλα τού Τόνι «σχολιάζει» από μόνο του μια τέτοια αντίληψη οπτικής σε τούτο το έργο. Εδώ υπάρχει ένας αδυσώπητος κυνισμός, όχι χιούμορ. Και αυτό γίνεται κατανοητό στο φινάλε, που απογειώνει την ταινία κυριολεκτικά στο «παρά πέντε», συγχωρώντας έτσι κάποιες κοιλιές στον ρυθμό (η διάρκεια δεν δικαιολογείται πραγματικά) ή την (κάπως αδικαιολόγητα) αιφνιδιαστική εξέλιξη του σπιτικού party τής (σε breakdown) Ίνες, επίσης λίγο πριν το τέλος. Που έρχεται σαν σφαλιάρα ακύρωσης του συναισθήματός σου. Εν μέρει δίκαιο. Και σκληρό. Αξέχαστα σκληρό. Αφού το σκεφτείς σοβαρά βγαίνοντας από την αίθουσα, μπορεί και να χαμογελάσεις. Εξαρτάται από το πόσο εκδικητικά βλέπεις τη ζωή (σου).

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Ένα από τα φιλμ που θα στιγματίσουν έντονα τη σεζόν και θα συζητηθούν ουσιαστικά, αρκεί… να τολμήσει ο κόσμος να μπει μέσα στις αίθουσες! Το «Toni Erdmann» δεν είναι μια… «βόλτα στο πάρκο», δεν είναι ταινία για χάχανο αλλά ούτε και για (δραματικό) ψυχοπλάκωμα. Είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση. Με αφήγηση βραδείας καύσης, που χτίζει την ψυχολογία των χαρακτήρων της και σου τους ξεγυμνώνει ολοκληρωτικά στην πορεία. Όντως, η πιο κοντινή σύγκριση που μπορώ να δω, για να μεταφέρω καλύτερα το τι πρέπει να περιμένει κανείς, είναι οι «Ηλίθιοι» του Τρίερ. Δεν πρόκειται περί «δύσβατου», θεωρητικού έργου. Αλλά αποτελεί κάτι σαν… ψυχολογικό test, που μερικοί θα το αισθανθούν στο πετσί τους, άλλοι θα αγανακτήσουν, άλλοι θα απορήσουν για τον όλο (φεστιβαλικό) ντόρο. Η «δυσκολία» του έχει να κάνει με το πού θα σε «βρει». Και η απάντηση σε αυτό μπορεί να σε «χαλάσει». Όπως κάνουν τα φιλμ που αξίζει να υπάρχουν και να παρακολουθούμε σε ένα τόσο στείρο σήμερα.


MORE REVIEWS

ΓΚΟΤΖΙΛΑ x ΚΟΝΓΚ: Η ΝΕΑ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Ένα μυστηριώδες σήμα (κινδύνου;) έρχεται από τα βάθη της Κοίλης Γης και καλεί την ερευνητική ομάδα που προστατεύει τον Κονγκ στη Νήσο του Κρανίου να βρεθεί στα έγκατα αχαρτογράφητων περιοχών, ελπίζοντας να μην αναμειχθεί και ο Γκοτζίλα, προκαλώντας νέες επικές μάχες.

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ

Νεαρή δημοσιογράφος ερωτεύεται αιρετικής στάσης ζωγράφο και performance artist. Όταν η δεύτερη πεθαίνει, η πρώτη αγωνίζεται να νικήσει την ελληνική γραφειοκρατία, ζητώντας να παραλάβει τη σορό της αγαπημένης της συντρόφου.