ΜΕΛΒΟΥΡΝΗ (2014)
(MELBOURNE)
- ΕΙΔΟΣ: Ψυχολογικό Θρίλερ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Νίμα Τζαβίντι
- ΚΑΣΤ: Πεϊμάν Μοάντι, Νεγκάρ Τζαβαεριάν, Μάνι Χαγκίγκι, Ροσανάκ Γκεράμι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 91'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Νεαρό ζευγάρι Ιρανών ετοιμάζει ταξίδι στη Μελβούρνη της Αυστραλίας για να συνεχίσει τις σπουδές του. Τη μέρα της μετακόμισης δέχονται να φυλάξουν για λίγο το νεογέννητο μωρό του γείτονα και μια απρόσμενη, τραγική εξέλιξη τους φέρνει αντιμέτωπους με αβάσταχτα διλήμματα και αποφάσεις ζωής.
Σκηνοθετικό και σεναριακό ντεμπούτο με ουκ ολίγες φεστιβαλικές περγαμηνές και βραβεύσεις, από τη Βενετία και τη Στοκχόλμη, μέχρι και το Κάιρο. Ευτυχώς (για σένα), αντίθετα με άλλα συγγενικά φιλμικά πλάσματα, δεν απευθύνεται αποκλειστικά σε φεστιβαλικό ή της βαριάς κουλτούρας κοινό. Δυστυχώς (για μένα), είναι πολύ δύσκολο να γράψω γι’ αυτό και να σε πείσω για το κατά πόσο αξίζει της προσοχής σου, χωρίς να χαλάσω σημαντικό ποσοστό της απόλαυσής του.
Η «Μελβούρνη», βλέπεις, είναι από εκείνες τις ταινίες που οφείλεις να ανακαλύπτεις παρθένα/ος. Ένα ψυχολογικό θρίλερ δωματίου, καθαρόαιμα κινηματογραφικό, αλλά και βγαλμένο ατόφιο από την πιο οικεία καθημερινότητα. Διαφορετικό και κάθε άλλο παρά κοινότοπο. Που αν δεν πίνεις νερό μόνο στο όνομα του mainstream, μπορεί να σε πιάσει εξαπίνης και να σε καθηλώσει, καθώς, μέσα στα λιγοστά δωμάτια ενός διαμερίσματος της Τεχεράνης, εξελίσσεται νωχελικό, ήσυχο, απλό, αλλά και συναρπαστικά αναπάντεχο. Από τα πρώτα λεπτά του, όταν συνειδητοποιείς πως ο τίτλος του, η πόλη της Αυστραλίας, δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από ένα απίθανο MacGuffin. Αρκεί το ρεύμα από ένα ανοιχτό παράθυρο και το θορυβώδες κλείσιμο μιας γυάλινης πόρτας για να έρθουν τα πάνω κάτω στη συνείδηση του ζευγαριού επί της οθόνης και στην αντίληψη των… μαρτύρων εκτός αυτής.
Ψυχολογικό θρίλερ, δράμα χαρακτήρων, ντοκιμαντέρ – τρία διαφορετικά κινηματογραφικά είδη από τα οποία δανείζεται και συνταιριάζει ευφυώς κώδικες και ποιότητες ο Τζαβίντι, για να φτιάξει ένα ξεκάθαρα δικό του σινεμά, που δεν κρύβει την ιρανική καταγωγή του, ούτε όμως και τις δυτικόθεν επιρροές του (με ίχνη ακόμα και από τη «Θηλιά» του Χίτσκοκ να έρχονται απρόβλεπτα, αθόρυβα στο μυαλό). Ένα σινεμά, που έτσι, και με την καταλυτική συνδρομή του συγκλονιστικού (και) εδώ Μοάντι («Ένας Χωρισμός»), των συνεχών, αλλά καθ’ όλα πιθανών, ρεαλιστικών σεναριακών ανατροπών, τη συνειδητή, παντελή έλλειψη ηθικοπλαστικών μηνυμάτων και το ατακτοποίητο, ανοιχτό φινάλε, γίνεται αβίαστα γοητευτικό σε ένα διεθνές, πολυπολιτισμικό κοινό ποικίλου γούστου.