FreeCinema

Follow us

ΟΛΟΙ ΟΙ ΚΑΛΟΙ ΧΩΡΑΝΕ (2015)

(LE GRAND PARTAGE)

  • ΕΙΔΟΣ: Κομεντί
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αλεξαντρά Λεκλέρ
  • ΚΑΣΤ: Ντιντιέ Μπουρντόν, Καρίν Βιάρ, Βαλερί Μποντόν, Μισέλ Βιγερμόζ, Ζοζιάν Μπαλασκό, Πατρίκ Σενέ, Σαντρά Ζιντανί, Ζακί Μπερουαγέ, Ανεμόν
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 102'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER

«Πολικές» θερμοκρασίες και διαδηλώσεις υπέρ της προστασίας ευπαθών ομάδων του πληθυσμού οδηγούν στην ψήφιση διατάγματος εκτάκτου ανάγκης, που επιβάλλει το σπίτωμα των οικονομικά αδυνάτων χωρίς στέγη από συμπολίτες τους με περίσσεια τετραγωνικών. Εφαρμόζοντάς τον, οι ένοικοι μίας πολυκατοικίας ξαφνικά θα… τα χρειαστούν. (Και μέσα τους καθένας) θα διχαστούν. Μαζί κάνουνε και χώρια δεν μπορούν;

Αυτά στο Παρίσι. Φανταστείτε το να συμβαίνει στην Αθήνα – και γιατί όχι: μήπως θα μπορούσαμε μερικά χρόνια πριν να διανοηθούμε πραγματικότητες όπως ο ΕΝΦΙΑ κι η εθελοντική φιλοξενία μεταναστών; Ή, προτού πανικοβληθείτε, φανταστείτε καλύτερα το «Θεέ μου, Τι σου Κάναμε;» χωρίς τους γαμομπελάδες, με το «Οι Γυναίκες του Τελευταίου Ορόφου» στη διαρρύθμιση, κάτι από τον τρούλο τού «Βιριδιάνα» και chic συγκατοικείν διατεταγμένα σε μοιρασμένη μοσχοβίτικη αντιντάτσα την περίοδο της ΕΣΣΔ. Κάτι τέτοιο έκανε η συνηθέστατα κοινωνικών ανησυχιών Αλεξαντρά Λεκλέρ στην τέταρτη μεγάλου μήκους της – αλλά από τη φαντασία στην πράξη κάτι πήρε πόδι.

Μέλημα της διαχειρίστριας Λεκλέρ είναι βέβαια να στριμώξει και να μετρήσει, πίσω από τον ρατσισμό τής όποιας δυσανεξίας εκ μέρους ενός βολεμένου ελέω του κατακτημένου επιπέδου ζωής του, τον φορτισμένο τριπολισμό (συν κάποια ρέστα) τής πολιτικής στάσης των συμπατριωτών της σήμερα, με γνώμονα την σε αύξοντες ρυθμούς δοκιμαζόμενη ανθρωπιά, στον ταξικό βίο (αβίωτο) της αστικής καθημερινότητας. Η αριστερή οικογένεια ενός συγγραφέα και μιας πανεπιστημιακού με νήπιο τρώγεται καθώς η κυρία, παρά τη διδασκαλία και τους αγώνες της υπέρ των μη προνομιούχων, δεν θέλει να βάλει ξένο στο τσαρδί της – αλλά φορτώνεται μία Αφρικανή με νιάνιαρο. Ένας δεξιός κατασκευαστής κατοικιών «ψέλνει» (αντίθετα με τη σπλαχνικά μπουρζουά, άεργη σύζυγό του και τη συνειδητοποιημένη νεαρή κόρη τους), κουβαλώντας τελικά τη γριά μητέρα του και τη μαύρη που τους καθαρίζει προκειμένου να μην δεχτεί λούμπεν αγνώστους. Και η λεπενίστρια, γεροντοκόρη κι 60άρα θυρωρός τη σκαπουλάρει στα 19 τ.μ. της μπαμπαλίζοντας, ενώ μια ζωή μόνος gay αριστοκράτης υπερθεματίζει επ’ ωφελεία των καλεσμένων του, και αντρόγυνο Εβραίων ραμολιμέντων μετακομίζει σε τρύπα τού απέναντι δρόμου για να γλιτώσει από επισκέπτες.

Αβαρίες με «μέσα», καρφώματα στις Αρχές, χαιρετούρες μπροστά κι από πίσω μισόλογα πριν από τη φάτσα φόρα ανταλλαγή… «γαλλικών» οσάκις ο κόμπος φτάνει στο χτένι, ακόμη και μαύρη αγορά με αποκορύφωμα την αμοιβαία μετεγγραφή (μέσω ενός site) των εχόντων χρεία κεραμιδιού πάνω απ’ το κεφάλι τους δυναμιτίζουν, εκτός των τειχών τού κάθε διαμερίσματος που μετατρέπεται από εστία σε εστία πολέμου, την καλή γειτονία των νοματαίων. Τρεις από τους οποίους, ενώ επιχειρεί να φωτίσει (από τη γωνία των ακραία ευμετάβλητων, μαζί με τις εκάστοτε συνθήκες, ουμανιστικών ή όχι πεποιθήσεών τους) στις αποχρώσεις τους, πετάνε έξω τη Λεκλέρ και τις καλοπροαίρετες προθέσεις της. Ειδικά το ήξεις-αφίξεις των δύο απ’ αυτούς, ήδη από το πρώτο μισό της ταινίας όπου δεν βολεύεσαι ποτέ στο «ντιβάνι» της αφήγησης όταν αυτό – σπάνια – ανοίγει και… σπάει σε καταστασιακές αναδιπλώσεις με τρίξιμο αβρών αστεϊσμών, βγάζει μάτι ως πανωσήκωμα. Σε κάτι που δεν χτίζεται ούτε ως σκυροδεμένη σάτιρα με σοβά φαντασίας (ο χωροχρόνος της χειμωνιάτικης Πόλης του Φωτός μοιάζει απολύτως σημερινός, το κράτος ως εγγυητής τής νομικής ντιρεκτίβας τής «φιλοξενίας» έχει ασήμαντο – αν όχι αδέξιο – μυθοπλαστικό ρόλο), ούτε ως στρωμένη με πλάκες φάρσα (τα γκαγκ είναι ελάχιστα), ούτε ως τα δύο τους μεσοτοιχία.

Ακόμη και η παραμικρή επιείκεια είναι, πάντως, αδύνατον να σκέπει την παραΐντριγκα σεξουαλικής ζωής των συντηρητικών μας, που μένει στα μπετά και ξαφνικά αποκτά ψευδοροφή στο τέλος, ή τη Μαλινέζα που υποτίθεται ότι δε μιλάει γρυ γαλλικά μα ξαφνικά καταλαβαίνει και λέει την παρόλα της όταν πρέπει. Καθώς ο βουλεβαρδιέρικος αέρας φέρνει (και παίρνει και σηκώνει) εδώ ακόμη και το «Περί Τυφλότητος» που στήνει φευγαλέα το City Plaza σ’ ένα εξάρι στην κορύφωση, το ακούνητο θεμέλιο αυτού του ενδιαιτήματος είναι κατ’ αρχήν η ικανότητα του μυστριού τής auteur να πετάει τη λάσπη των bon mots, συχνά όπου κι όπως πρέπει.

Οι απολύσεις ανειδίκευτων στη Disneyworld, τα καρφιά στα παγκάκια για να μην καταλαμβάνονται από clochard, τα ΜΑΤ της κυβέρνησης Σαρκοζί σε μια εκκλησία άσυλο μεταναστών παλιότερα, όλα έχουν τη θέση τους ως δομικά υλικά στο αρχιτεκτονικό σχέδιο «Ξένιος Ζευς» υπέρ των μειονεκτούντων (παντιέρα στο φινάλε η άστεγη restauratrice) ενόσω κόντρα στην πολυκοσμία χαρακτήρων και το εμβαδόν των τελευταίων εντυπωσιάζει σε κατόψεις («Έχετε προσέξει ότι δε μιλάμε ποτέ για τους Ασιάτες;», λέει η επιστάτις ρουφιάνα του Εθνικού Μετώπου στο ισόγειο προτού μια σχιστομάτα – κέρβερος στον παιδικό σταθμό τού πιπινιού εμφανιστεί ως απάντηση ογδόντα λεπτά αργότερα) ή γωνίτσες («Πού Πας; – Ν’ αναπνεύσω. Βρωμάει ασπρίλα εδώ μέσα»). Η ικανότητα της Λεκλέρ να καθοδηγεί τους υποκριτικούς εργάτες της (και αντίθετα, χωρίς απαιτήσεις, το συνεργείο των τεχνικών) είναι το δεύτερο αναντίρρητο comfort, που προσφέρει την άνεση σε μάστορες όπως η Μποντόν κι ο Μπουρντόν να κατοικήσουν φυσικά, κι εν προόδω εντυπωσιακά ακουμπητικά, τις περσόνες τους. Κρίμα, και για 2-3 ιλαρές σκηνές – ρετιρέ (κορυφαία εκείνη της νυχτερινής κούρσας των δύο περιτριγυρισμένων από αλλοδαπούς άνδρες γυναικών στο κακόφημο banlieue: «Για μας ή για το αυτοκίνητο; – Για το αυτοκίνητο! Για το αυτοκίνητο! Για το αυτοκίνητο!») που αυτό το προπαγανδίζον την αλληλεγγύη των citoyens «Κρύο, καιρός για δύο» βγήκε στην αγορά αφενός τόσο υδραργυρικά… «βαμμένο», αφετέρου αρκετά αντιγελαδερά πολιτισμένο. Ξέρεις εσύ, Φρανσουά Ολάντ…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Όχι για συνωστισμό απ’ την πλέμπα που θέλει πολύ και δυνατό χαχαχούχα στη σκοτεινή αίθουσα. Οι amis των ταινιών με καταγωγή απ’ τη σύμμαχο χώρα θα νιώσουν εν γένει chez eux, ιδίως στο δεύτερο και πιο καρδιακό partie. Οι παλινωδίες συναισθηματικής αν όχι και ιδεολογικής αναθεώρησης όπου το σενάριο ψιλογκρεμίζει το έργο (του) θα προσεχθούν απ’ τους arthouseάδες, που όμως δεν θα το βρουν και τούβλο. Αν δεν μπορείτε την τρικολόρ κινηματογραφία (σωβινιστές!), patience ώς τον Σεπτέμβρη – θα βγαίνει τουλάχιστον ένα δείγμα της σχεδόν ανά εβδομάδα.


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.

ΧΩΡΙΣ ΟΞΥΓΟΝΟ

Στο Μπρούκλιν του 2039, με τη ζωή να έχει σχεδόν εξαφανιστεί εξαιτίας της απώλειας οξυγόνου, μια οικογένεια επιστημόνων έχει βρει τη βιώσιμη λύση να αναπνέει… εντός της οικίας της, για να γίνει στόχος απρόσκλητων επισκεπτών που ή ζητούν τη βοήθειά της για ν’ αναπαράγουν τον τεχνολογικό εξοπλισμό της ή επιδιώκουν να πάρουν τη θέση της.