Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ (2016)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα Μυστηρίου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Δημήτρης Πούλος
- ΚΑΣΤ: Γιώργος Χρανιώτης, Μενέλαος Χαζαράκης, Στίβεν Τζ. Κρίστοφερ, Δήμητρα Κούζα, Γιώργος Παπαστυλιανός, Νέιθαν Τόμας
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 105'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: NEW STAR
Σε ένα ακαθόριστο μέλλον και σε καιρό πολέμου, ένας στρατιώτης καταφτάνει σε εγκαταλειμμένο μοναστήρι αναζητώντας τον πατέρα του. Γνωρίζουν κάτι γι’ αυτόν οι πασιφιστές που φιλοξενούνται εκεί; Πέρασε από εκεί; Κρατείται εκεί; Ή απλά βρίσκεται θαμμένος εκεί;
Υπάρχει κάτι πολύ ελπιδοφόρο στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Δημήτρη Πούλου, έστω κι αν ο «Προφήτης» του δεν ξεπερνά τις καλές προθέσεις για να δημιουργηθεί κάτι διαφορετικό στο πλαίσιο του ελληνικού σινεμά. Το φιλμ αψηφά την έννοια των κινηματογραφικών ειδών και παίρνει ρίσκα που σπάνια έχουμε δει να υλοποιούνται με επαγγελματισμό σε εγχώρια παραγωγή. Ο ανασταλτικός παράγων, όμως, υπάρχει – και με αυτό το τόσο «κρυπτικό» σενάριο, ο θεατής δεν δύναται να επικοινωνήσει με το φιλμ, το οποίο φαίνεται να είναι υπερβολικά προσωπικό στην ψυχή (τού σκηνοθέτη και σεναριογράφου) του.
Ο Πούλος ονοματίζει ως βασική επιρροή του το βιβλίο «Στο Άδυτο των Ελληνικών Μαντείων» του Δημήτρη Δημόπουλου (κάτι που γίνεται έντονα κατανοητό προς το τέλος της ταινίας), με μικρές «πινελιές» από την «Ασκητική» του Καζαντζάκη και τον «Προφήτη» του Χαλίλ Γκιμπράν. Είναι ήδη υπερβολικά ως σεναριακή έμπνευση όλα αυτά, δίπλα στο θέμα ενός πατρικού «στοιχειού» που μοιάζει να βαραίνει απολογητικά τον δημιουργό.
Υπάρχει μια διάθεση για φιλμική φιλοσοφική αλληγορία, μέσα από την ασάφεια ενός μεγάλου και αιματοβαμμένου ταξικού πολέμου που βρίσκεται σε εξέλιξη εκεί έξω, με μια αποστασιοποίηση χρονικής τοποθέτησης που φέρνει στο νου το «Άλογο του Τορίνο» (2011) του Μπέλα Ταρ, αλλά χωρίς το ψευδοαρτίστικο, φεστιβαλικά παλιακό ύφος εκείνου. Ο Πούλος δείχνει ικανός να υπηρετήσει ένα πιο mainstream, πιο δυναμικό είδος αφήγησης, πράγμα που θα μπορούσε να αποτολμήσει και εδώ εάν παρασυρόταν πιο ανοιχτά προς το σινεμά τού φανταστικού. Όχι με εφεδιές δυστοπίας και προφανή οπτικά μέσα, αλλά με μια μετρημένη αφαίρεση χωροχρονικού «χασίματος» (το «Stake Land» του Τζιμ Μικλ από το 2011 είναι ένα ενδιαφέρον δείγμα, για παράδειγμα). Αντ’ αυτού, οι διάλογοι και η μυθοπλασία έχουν στηθεί επάνω σε ένα όραμα που αναλώνεται χωρίς να επιτρέπει την επαφή με τον έξω κόσμο (αυτόν της αίθουσας…), εμμένοντας στη σημειολογία ενός φανταστικού χρησμού που θα μείνει για πάντα ερμητικά κλειστός σε απόπειρες ερμηνείας.
Καλό θα ήταν μερικές από αυτές τις παρατηρήσεις να της συγκρατήσει για τις μελλοντικές του δουλειές ο Πούλος, εκτός κι αν επιδιώκει να παραμείνει σε ένα είδος κινηματογράφου… λιγότερου προσιτού στο κοινό. Υφολογικά, στον «Προφήτη» αυτό δεν διαφαίνεται, πάντως. Απλά, εδώ συγκρούεται με την όλη φιλοσοφία τού σεναρίου. Δεν ήτανε γραφτό του να ταιριάξουν όλες του οι ιδέες σε τούτη την ταινία. Αλλά θα κρατήσουμε το όνομα.