FreeCinema

Follow us

THE BOY (2016)

  • ΕΙΔΟΣ: Τρόμου
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γουίλιαμ Μπρεντ Μπελ
  • ΚΑΣΤ: Λόρεν Κόαν, Ρούπερτ Έβανς, Τζιμ Νόρτον, Νταϊάνα Χαρντκάσλ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 97'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON

Φευγάτη λόγω issues Αμερικανίδα, προσληφθείσα σε έπαυλη ηλικιωμένου αντρόγυνου στη βρετανική εξοχή εν τη εκπλήξει της ως νταντά κούκλας (!) σε μέγεθος 8χρονου μπόμπιρα, του Μπραμς, που οι εργοδότες θεωρούν γιό τους, αντιπαρέρχεται το γραφικά παράλογο τού πράγματος και, όταν μένει μόνη με το υποτιθέμενα κακότροπο «παιδί», παραβιάζει το συμφωνηθέν πρόγραμμα καθηκόντων της απέναντί του – ώσπου αυτό μοιάζει όχι μόνο να διαθέτει ζωή αλλά και να κάνει απειλητικά (για την ίδια και όχι μόνο) αθέατα αισθητή την παρουσία του οίκαδεν. Τι παίζει (με τα νεύρα και το μυαλό της);

Ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις τι θα γίνει ένα αγόρι όταν μεγαλώσει. Βάσει της καριέρας του, ο Γουίλιαμ Μπρεντ Μπελ, ας πούμε, μόνο το «Ο Διάβολος Μέσα της» του οποίου έχουμε δει στις εγχώριες αίθουσες (αλλά οι φίλοι τού τρόμου που πάνε κακουργηματικά γυρεύοντας μάλλον έχουν ψάξει και τις ρέστες horror-ιές του), έδειχνε ένα κακομαθημένο εξ ΗΠΑ, που με νύχια και με δόντια επιχειρούσε να αφήσει το στίγμα του στο είδος την τελευταία δεκαετία. Κι όμως, μπορούμε να τρέφουμε ελπίδες για το μέλλον του, τουλάχιστον όσο μένει μακριά από την πένα, όπως στην προκειμένη περίπτωση που το γράψιμο αναλαμβάνει ο Στέισι Μενίαρ, εγκέφαλος του πολυαναμενόμενου μακροπρόθεσμα «Mixtape». Τραγικά, είναι το ίδιο σενάριο και το βαρύ χέρι των κηδεμόνων της παραγωγού Lakeshore που μαυρίζουν τα πισινά αυτού του καταφερτζίδικου μούλικου της οθόνης τού φανταστικού, που γεννιέται σαν το «The Nanny» με την Μπέτι Ντέιβις στο ανάποδο, μπουσουλάει α λα «Ο Λαρς και η Κούκλα του», πετάει μπόι τύπου ταινία με ήρωα τον Τσάκι, πουλάει παλικαριά ως «Νύχτες με τον Εχθρό μου» και αφήνει το σπίτι με διαθέσεις slasher κτητικότητας.

Καθ’ όλη την ηλικιακή διαδρομή του, ο Μπελ το (& μας) παίρνει απ’ το χεράκι υπαινικτικά και για βόλτα στα φιλμικά τοπόσημά (και γονιδιακή δεξαμενή τού φιλμ) του: «Η Προφητεία» (η με-κάτι-γοτθικό μονοκατοικία, άντρο τού σατανικά μοιραίου αρσενικού… σπόρου), το «Μάτια Χωρίς Πρόσωπο» (το πορσελάνινο λευκό visage ενός σ’ εγκληματικό βαθμό προστατευμένου έγκλειστου τέκνου), το «Ο Σχιζοφρενής Δολοφόνος με το Πριόνι» (ένας… καμένος με προσωπείο που κάνει γιούρια στους φιλοξενουμένους του – spoiler alert…) ξαναζούν σε υποβολιμαίες «προβολές» χάρη στον θρυλικό διευθυντή φωτογραφίας τού τελευταίου, Ντάνιελ Περλ, που αφήνει το φρέσκο και φυσικό φως (χαρακτηριστικό γνώρισμα κυρίως της πολύχρονης music videos καριέρας του, άγνωστης στους περισσότερους) να χτίσει το ατμοσφαιρικό ρίγος της… θαλπωρής των panic rooms τού αφηγηματικού οικοδομήματος του Μπελ. (Σ)το «The Boy» είναι (& είσαι) σαν στο σπίτι του (& σου), όχι (σε) μια σου-την-πέφτω-στο-σκοτάδι μεϊνστριμιά: σκιά γλιστράει στο οπτικό πεδίο μουλωχτά μόνο σε μία περίπτωση, οι νυχτερινές «μπου!» σεκάνς είναι καθαρές, ευδιάκριτες. Κι είναι σχεδόν εντυπωσιακό ότι οι ομοιότητές του με τα chiller ανδρεικέλων περιορίζονται στο νευραλγικά χωροθετημένο και δοσομετρημένο παραφύλαγμα απ’ το μάτι του φακού (και το δικό σου) της ανησυχαστικής ακαμψίας της φάτσας και του σώματος του dummy: θα κουνηθεί, δεν θα κουνηθεί; είναι ζωντανό, δεν είναι; κάνει το κακό, δεν το κάνει;

Ένα όνειρο γραπώνει τα λαιμά τού υποψήφιου θύματός του (και τον θεατή, στο πρώτο και καλύτερο scare – κρυάδα) κι ένα άλλο στρέφει βίαια τη μουρίτσα τού Μπραμς (κι εσένα) ώστε να κοιτάξει(ς) αλλού, στα πρώτα παραπλανητικά για το ποιόν του τσαλίμια τής μυθοπλασίας. Στήσε καρτέρι αν θα τον ξαναδείς να κουνάει μέλη, ενώ περνάει λάου λάου το «Our son is here. He’s very much with us», που έχει πει η ρυτιδιασμένη μαμά του (η φράση – κλειδί του μυστηρίου), κι ο Μενίαρ μπάζει στο σπίτι πρώτα το μοτίβο της παράνοιας (μήπως, εκτός απ’ τους γέρους, κι η γκόμενα βλέπει πράγματα που δεν συμβαίνουν πραγματικά;) και μετά στο μυαλό σου τις υποψίες για πιθανούς εναλλακτικούς αυτουργούς. Ε, το απότοκο («The) Innocent(s») α λα «Ο Ένοικος» δεν είναι. Το ξεφούρνισμα ενός τραυματικού μητρικού (όχι της γριάς) βιώματος παλεύει να στηρίξει φροϋδικά την αλλαγή συμπεριφοράς τής Γιάνκισσας απέναντι στο χαϊδεμένο, το υπαρκτό ανθρώπινο υπόβαθρο του οποίου θα πληροφορηθούμε προσφυώς. Ένα ραντεβού για έξοδο με τον νόστιμο κι έξυπνο νεαρό για τα θελήματα καταλήγει στον ανεξήγητο, ψευδοανατριχιάρικο εγκλωβισμό της στη σοφίτα, κι όταν αυτός δεν παίρνει απάντηση χτυπώντας το κουδούνι, αντί να ανησυχήσει, φεύγει άπραγος (ενώ έχει κλειδιά και μπαινοβγαίνει κατά βούληση σε δύο άλλες σεκάνς!). Ένα ανεπιθύμητο ανδρικό πρόσωπο απ’ το παρελθόν εκείνης κι ένα άκλαφτο γυναικείο απ’ το χτες τού «μπόμπιρα» «σκάνε» με το στανιό στοιχειωτικά για όλους στο στόρι, απ’ όπου – η πιο κολάσιμη ανομία της δραματουργίας – το σεβάσμιο brit ζεύγος αποχωρεί ανεπιστρεπτί σε μια (υπερ)βολική ανέλιξη της πλοκής, που εξυπηρετεί συμβολικά τον δέοντα απογαλακτισμό τού… σκασμένου και την άνδρωσή του – με τίμημα τη βάσανο της hottie παραμάνας και άλλα εξιλαστήρια θύματα.

Ενώ ο Μενίαρ μπαλώνει τις υπόλοιπες τρύπες στο κοστουμάκι της μυθοπλασίας της (εκτός δικτύου το κινητό που κρατάει την κοπέλα μας σ’ επαφή με την αδελφή της στα States, μια ανεπιθύμητη διαρροή τού πού βρίσκεται σε αυτόν ακριβώς που δεν έπρεπε κτλ.), είναι ο Μπελ που κινεί ικανά και σε ροή τα νήματα της για ώρα αόριστα μεταξύ παραψυχολογίας, it’s-in-your-head και κάποιος-είναι-βαλτός-εδώ μαριονέτας τής δράσης με στοιχεία κλισέ που συνήθως δεν ουρλιάζουν ενοχλητικά ως τέτοια (τα τηλεφωνήματα μπας κι είναι απ’ το υπερπέραν;) και στην καλύτερη περίπτωση απολαμβάνονται ημιφετιχιστικά (η σχεδόν ντεπαλμική σκηνή «ντους-αλυσιδίτσα-φόρεμα»). Τον βοηθάει ο natural στο charm και το χιούμορ της englishness του Ρούπερτ Έβανς και συνήθως καίρια η δική του… κούκλα, η Μάγκι του «The Walking Dead» Λόρεν Κόαν, που ενσωματώνει άνετα το τρίτυπο του κοριτσιού της διπλανής πόρτας, της scream queen (σε λίγες, υπολογισμένες σωστά στιγμές) και του the final girl. Το… τελευταίο σε μια πράξη κορύφωσης κι αναμέτρησης που, δυστυχώς, αποτοιχίζει και μισοξεκοιλιάζει την απάντηση στο αίνιγμα «Τι τρέχει εδώ πέρα;». Mε 60+ κιλα κορμιά να εκσφενδονίζονται ακόπως στον αέρα από βουτυρομπεμπέδες πρακτικά απέθαντους προς χάριν ενός sequel. Οι χαρντκοράδες αυτό το child’s play είναι ίσως που θα επικροτήσουν σαδιστικά. Εμείς θα μαλώσουμε τους γονείς. Το χαλάς άμα του κάνεις όλα τα χατίρια…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Το «The Orphan» με medium το «Annabelle» (που δεν μου άρεσαν) της τρέχουσας σεζόν, αλλά καλύτερο κι απ’ τα δύο. Στις τάξεις των τρομολάγνων, οι πιο ποπκορνάδες θα το ψιλοχαρούν χωρίς να το πολυβασανίσουν, οι πιο διανοούμενοι θα το ψιλοκυνηγήσουν για τα κουσούρια του. Αν δεν αντέχεις το πολύ σοκ και δέος, η «φάση» αγριεύει (λελογισμένα) μόνο στο τελευταίο 10λεπτο, άρπαξ’ το άνετα. Αν γυρεύεις gore galore, θα το βρεις υπερβολικά clean έως νιανιά. Απ’ το crossover κοινό, οι μουλτιπλεξάδες ορμάνε, οι arthouseάδες θα βρουν αρετές αλλά εντέλει θα το χτυπήσουν ως «αμερικανιά». Σας αρέσει ο Μπραμς; Εννοείται ότι ακούγεται το «νανούρισμα» του συνθέτου (προσοχή: οι fans του Αλέξανδρου Βούλγαρη δεν παρεξηγούν λόγω τίτλου).


MORE REVIEWS

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ

Νεαρή δημοσιογράφος ερωτεύεται αιρετικής στάσης ζωγράφο και performance artist. Όταν η δεύτερη πεθαίνει, η πρώτη αγωνίζεται να νικήσει την ελληνική γραφειοκρατία, ζητώντας να παραλάβει τη σορό της αγαπημένης της συντρόφου.

ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΟΞΑ

Η ιταλική αυτοκινητοβιομηχανία Lancia θέλει να κερδίσει πάση θυσία το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ράλι του 1983, όμως, το μοντέλο της 037 υστερεί σημαντικά έναντι της τετρακίνητης γερμανικής τεχνολογίας του Audi Quattro. Ο εκτελεστικός της Διευθυντής, Τσέζαρε Φιόρι, έχει μερικές πονηρές ιδέες οι οποίες ενδεχομένως μπορούν ν’ αλλάξουν τη διαφαινόμενη πορεία των πραγμάτων. Εμπνευσμένο από αληθινά γεγονότα.