FreeCinema

Follow us

ΤΟ ΑΡΝΑΚΙ (2015)

(KUZU)

  • ΕΙΔΟΣ: Οικογενειακή Δραματική Κομεντί
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κουτλούγ Αταμάν
  • ΚΑΣΤ: Τζαχίτ Γκεκ, Νεσρίν Καβατζαντέ, Μερτ Ταστάν, Σιλά Λαρά Τζαντούρκ, Νουρσέλ Κεζέ, Σερίφ Σεζέρ, Νετζμετίν Τσομπάνογλου
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 87'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: WEIRD WAVE

Η επαύριος της περιτομής 5χρονου, που κατ’ έθιμο πρέπει να συνοδευτεί από τραπέζωμα με ζυγούρι για οικείους και συγχωριανούς, τρέχει την αδελφούλα – πειραχτήρι, τη φιλότιμη μάνα και τον πρώτα άνεργο μετά σκουπατζή σε εκδορείο της πόλης, αίφνης ξελογιασμένο με μια αρτίστα πατέρα του σε πάμπτωχη ορεινή Κωλοπετεινίτσα της Τουρκίας. Ποιος θα θυσιαστεί;

Νισάφι πια. Ήταν καιρός να δει και η Ελλάδα μια ταινία του Κουτλούγ Αταμάν σε εμπορική διανομή. Και είναι μεγάλη ικανοποίηση να διαπιστώνεις το σαφές θρέψιμο της φιλμικής γλώσσας του, ενώ πατάει αμετακίνητα στις προβληματικές (τα συγκοινωνούντα δοχεία της μυθοπλασίας και της πραγματικότητας, οι κοινωνικές αναπαραστάσεις και η «επανεγγραφή» του εαυτού, το φως στο ούτως ή άλλως περιθώριο) που χαρακτηρίζουν εν πολλοίς και το video installation έργο που έκανε δίκαια διάσημο αρχικά τον εικαστικό και, απ’ το ’94, δημιουργό για το πανί. Γιατί επινοώντας, όσο δεν υφίσταται ακόμα πανεθνικά, την πιεστικά αναγκαία αναμέτρηση του καινούργιου με το κατεστημένο (όπως στο «Το Παραμύθι του Φιδιού» στη γενέθλιά του Κωνσταντινούπολη), εκθέτοντας τις προκαταλήψεις ενός οπισθοδρομικού μετακόσμου (όπως στο βερολινέζικης διασποράς «Λόλα + Μπίλι Δε Κιντ»), μπαίνοντας στο μυαλό αφενός των θηλυκών αφετέρου δύο ανηλίκων (όπως στο – εφηβικό – «2 Κορίτσια», επίσης στην Πόλη) και γυρνώντας στη «βαθιά» επαρχία τού Ερζιντζάν για να μιλήσει για τον κατ’ όνομα κοσμικό πολιτισμό της πατρίδας του (όπως στο πειραματικό «Ταξίδι στη Σελήνη», αμέσως προηγούμενη ταινία του), ο Αταμάν κάνει ξανά σε σιγανή φωτιά με τα κρεμμυδάκια ήθη και φορείς, πιο εύγευστα από ποτέ, βαρώντας συνήθως στο ψαχνό.

Η συνταγή – έκπληξη είναι ένα τουρλού της καλπάζουσας προς το κινδυνώδες μακάβριο παιδικής φαντασίας τού «Διάφανο Δέρμα» του Ρίντλεϊ και της ίντριγκας εθιμικού κλου & κωμικοτραγικού deadline ανέχειας του «Βροχή από Πέτρες» του Λόουτς, σαν καραμελωμένο α λα Ιράν από το λευκό τοπίο και την υποπλοκή προστριβής τού «Χειμερία Νάρκη» τού Τζεϊλάν. Το μάτι της κάμερας – στόφας αποκρυσταλλώνει απαρέγκλιτα σε καθάρια, rustic fusion φυσικής σκηνογραφίας και σκηνογραφικής φυσικότητας κάδρα αισθητικής, υψηλής ακόμα και στον πιο απέριττο (ένα μικρό χαγιάτι, ένα παγωμένο δάσος) ή γραφικότερο (ένα σφαγείο, το καμαρίνι μιας σκυλούς) διάκοσμο. Το σενάριο βρίσκει το φαΐ του στην πατροπαράδοτη αγορά της κατ’ όνομα κοσμικής, όλο σκουλίκια πραγματικότητας της μεθοριακής Ερυθράς Ημισελήνου του λαού του Ερντογάν: ένας μπεκρής ειδικός στις περιτομές, μια φθονερή γειτόνισσα, ένας ραδιούργος συνάδελφος με χρέη, μια καλλιτέχνις στην πίστα της πορνείας, ένας Πρόεδρος τοκογλύφος καρυκεύουν το σάπιο ενώ η βράση της πλοκής δυναμώνει σταθερά αλλά υπόκωφα. Και ο μάγειρας πετυχαίνει ν’ αλλάξει το λάδι (και να βγάλει το ζουμί) στα όχι φρέσκα υλικά του: οι λέξεις – αξίες «τιμή», «ντροπή» κι «Αλλάχ» επανέρχονται ως κούφια λόγια ενώ ο αφέντης (του οντά) ξενοκοιτάει και «σκοτώνει» το έχειν και δεν έχειν των δικών του, (του χωριού) λέει «Πήγαινε σπίτι σου, θρασύτατη!» στην αδικημένη που τον θέτει προ των ευθυνών του, (του θεάματος) βγάζει στο κλαρί τραγουδιάρες.

Και η γυναίκα; Αυτή η δούλα και κυρά, συχνότατα θύμα (των περιστάσεων και των – δικών της, επίσης – νοοτροπιών) και σπανιότερα θύτις (ψημένη απ’ τον καιροσκοπισμό που έχει ποτίσει αυτή την «κοινότητα»), μα κορασίδα μα σύζυγος και μάνα μα σιτεμένη μα παστρικιά, είναι που μπαίνει στο multi μέχρι μυελού οστέων από τον Αταμάν. Βιοπαλεύει με ξερόκλαδα και θυσιάζει το μοναδικό βραχιόλι της για να αρθεί στις περιστάσεις ως ο στυλοβάτης που δεν στάθηκε ο προκομμένος της (πριν ψάξει το μονοπάτι ιδίαις δυνάμεσι μαζί με το ακόμα αθώο, φέρελπι αύριο της χώρας στην ορθά-κοφτά φεμινιστική κατακλείδα). Τολμάει μαντηλοφορούσα να κάνει οτοστόπ σ’ έναν νεαρότερο συντοπίτη (σε μια πανούργα υπαινικτική σκηνή, που σε τσουρουφλίζει ξεφλουδίζοντας τα άγραφα πρέπει με μια essence flirt την οποία αργότερα σβήνει μ’ ένα χειροφίλημα ευσέβειας του «γιου» προς τη σεβάσμια «μητέρα»). Χορεύει ναζιάρικα λαϊκοπόπ τραγούδια και βγάζει γλωσσίτσα (η natural παιδίσκη Σιλά Λαρά Τζαντούρκ νοστιμότατη). Επικαλείται την αλληλεγγύη της μουσουλμάνας «αδελφής» που πάει να διαλύσει τη φαμίλια της (και πιάνεται απ’ το μαλλί από τη γριά της πίσω από το καγκελωτό παράθυρο της οίκαδεν φυλακής της σ’ ένα αριστουργηματικό βραχύ πλάνο σεκάνς χωρίς ήχο).

Το κερασάκι στην τούρτα: όλα αυτά δεν είναι… πίκρα. Ο Αταμάν όχι μόνο διατηρεί σε μέτριες θερμοκρασίες τη σούβλα (φαντάσου τον Καπλάνογλου να κάνει ένα «Κισμέτ» για όλη την οικογένεια) αλλά βρίσκει και τη σωστή αλιάδα ευθυμίας στα σούξου μούξου τού μικρού διδύμου, με τον ταμάμ αγορίνα Μερτ Ταστάν (σαν μετενσάρκωση του Σαλβατόρε Κάσο του «Σινεμά ο Παράδεισος») να ξεροψήνεται πεπεισμένος αφελώς απ’ την αδελφή του ότι αν δεν βρεθεί ερίφιο για το τσιμπούσι θα καταλήξει αυτός πρώτα κομματάκια στο τσουκάλι και μετά στην απλάδα προς βρώσιν, εύρημα που γίνεται περιστασιακά καταστασιακή σαλτσούλα μούρλια. Ενώ η σούβλα πετάει σπίθες λιώνοντας την πέτσα του χιούμορ στο κρέας του σουρεαλισμού σε μια απολαυστική βραδινή στιχομυθία των βλασταριών (και το «Ο Προφήτης τιμωρεί τους ψεύτες» του πιτσιρίκου στο βοσκόπουλο απ’ το οποίο προσπαθεί να εξασφαλίσει το επίζηλο προβατάκι θα κάνει κάθε φαρισαϊκό… ισλαμιστή να ξεροκαταπιεί), η εκτέλεση της ρετσέτας βγάζει και γιαλαντζί. Η υπεραδρή σκιαγράφηση του αχαΐρευτου πατέρα ως αγαθού κι άβγαλτου στα κόλπα αφήνει sous vide τη με συνοπτικές διαδικασίες εξαπάτησή του από τους επιτήδειους και την αποπλάνησή του από την παστρικιά, η κατοπινή μεγαλοθυμία τής οποίας σερβίρεται κι αυτή κάπως βολικά ως επιδόρπιο. Το ότι ο chef εμφανώς διακοσμεί τα πιάτα του και σερβίρει σε γύρους, εξάλλου, έρχεται κόντρα (φιλέτο) με τη σφραγίδα της οθωμανικής Χασιάς στο σφάγιο. Αλλά τέτοιο κοψίδι από τη γείτονα αραιά και πού έρχεται απ’ τα μέρη μας. Σπάει παΐδια. Τραγάνισέ το…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Arthouseάδες, περιδρομιάζετε (παρά το λιπάκι). Του εμπορικού αλλά ακούς Φατίχ Ακίν και σου τρέχουν τα σάλια; Ο πιο curated «ξάδελφός» του επιτέλους και σε ντόπιες αίθουσες. Γουστάρεις και πέρσικο παιδικό σινεμά; Οι οσμές του κι αυτές διαχέονται εδώ. Συνδαιτυμόνα του τηλεσαπουνιού α λα τούρκα, δοκίμασέ το μπας και αλλάξεις κάποτε μενού. Με το «Η Σιωπή των Αμνών» καμία σχέση, horrorά. Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, πότε θ’ ανοίξεις να δει ο κοσμάκης και τίποτα άλλο του Αταμάν από τη μόνιμη συλλογή σου;


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.

ΧΩΡΙΣ ΟΞΥΓΟΝΟ

Στο Μπρούκλιν του 2039, με τη ζωή να έχει σχεδόν εξαφανιστεί εξαιτίας της απώλειας οξυγόνου, μια οικογένεια επιστημόνων έχει βρει τη βιώσιμη λύση να αναπνέει… εντός της οικίας της, για να γίνει στόχος απρόσκλητων επισκεπτών που ή ζητούν τη βοήθειά της για ν’ αναπαράγουν τον τεχνολογικό εξοπλισμό της ή επιδιώκουν να πάρουν τη θέση της.