FreeCinema

Follow us

ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ (2014)

(ESCOBAR: PARADISE LOST)

  • ΕΙΔΟΣ: Δραματικό Θρίλερ
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αντρέα Ντι Στέφανο
  • ΚΑΣΤ: Τζος Χάτσερσον, Μπενίσιο Ντελ Τόρο, Κλαούντια Τράισακ, Κάρλος Μπαρδέμ, Μπρέιντι Κόρμπετ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 120'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON

Σε παραλία της Κολομβίας των 80’s νεαρός Καναδός surfer, που συμπαραστέκεται και στηρίζει τον μεγαλύτερο αδελφό του στο καινούργιο του ξεκίνημα, ο Νικ, γνωρίζει, ερωτεύεται κεραυνοβόλα και ξεκινά σοβαρή σχέση με την κοινωνικά ευσυνείδητη Μαρία. Που τυγχάνει ανιψιά του Πάμπλο Εσκομπάρ.

Οι κινηματογραφικές βιογραφίες, αν και αγαπημένο είδος του Χόλιγουντ και των Όσκαρ (που 9 φορές στις 10 βραβεύουν ερμηνευτές αληθινών προσώπων), σπάνια αποδεικνύονται εύστοχες ή συναρπαστικές, στην προσπάθειά τους να μείνουν πιστές στα γεγονότα, χωρώντας καλά και σώνει μια ολόκληρη ζωή σε ένα δίωρο. Ευτυχώς, αυτός ο «Χαμένος Παράδεισος», αν και φέρει το όνομα του περιβόητου Κολομβιανού «Νονού», στον πρωτότυπο τίτλο του, δεν αποτελεί βιογραφία. Ούτε καν διατείνεται πως βασίζεται σε αληθινή ιστορία. Εμπνευσμένος από τα λόγια κάποιου Κολομβιανού αστυνομικού που άκουσε ο σκηνοθέτης του, για έναν Ιταλό surfer, αποτελεί μια κανονική ταινία μυθοπλασίας, που εξελίσσεται όμως γύρω από και σε συνάρτηση με κάποια αληθινά πρόσωπα και γεγονότα.

Ευτυχώς, επίσης, διαθέτει δύο (με τον έναν ή τον άλλο τρόπο) υποβλητικούς πρωταγωνιστές, έναν εύστροφο αν και νεοφώτιστο σκηνοθέτη (γνωστό μέχρι σήμερα μόνο ως ηθοποιό, από τα – μεταξύ άλλων – «Η Ζωή του Πι», «Eat, Pray, Love» και «Εννέα») και ένα υπαινικτικό μοντάζ, που βάζει φωτιά στο σασπένς. Συγκεκριμένα, ο Ντελ Τόρο καθηλώνει, καθώς δίνει απτή σάρκα και οστά στον Εσκομπάρ, ως μια ήρεμη, μοχθηρή δύναμη – σαν έναν διεστραμμένο Βούδα, πράο και χαμογελαστό, προφανώς φιλεύσπλαχνο και γενναιόδωρο με όλους γενικά και την οικογένειά του ειδικά, που δεν κουράζεται να παίζει στην πισίνα ή να διαβάζει παραμύθια στα παιδιά του, δεν ντρέπεται να τραγουδά δημοσίως τον έρωτά του στη γυναίκα του και να δηλώνει υπερήφανος θετός πατέρας των υποτακτικών του, ενώ ταυτόχρονα τα τσιράκια του, υπακούοντας δικές του εντολές / απαράβατους νόμους σκορπούν τον – παραδειγματικό – θάνατο ακόμα και στις γυναίκες και τα παιδιά των άλλων, ή αλληλοσκοτώνονται, αν κάποιος από αυτούς κριθεί ξαφνικά προδότης. Τρεις σκηνές του ιδιαίτερα, όχι μόνο θα σου προκαλέσουν ανατριχίλες, αλλά ενδέχεται να αφήσουν και βαθιά, εφιαλτικά ίχνη στο θυμικό σου, δικαιώνοντας όσους έχουν ήδη δει ή πρόκειται να δουν εδώ συγκρίσεις με τον Ντελ Τόρο και τον Μάρλον Μπράντο στον «Νονό»: α) ο αθόρυβος τρόπος που σημειώνει στο χέρι του, για να θυμηθεί να διατάξει τον αποτρόπαιο θάνατο της συμμορίας που ενοχλεί τον αδελφό τού Νικ, κατά τη μεσονύχτια κουβέντα τους περί αληθινού, σοβαρού έρωτα, β) το πώς πετά παιχνιδιάρικα την μπάλα στη ρεματιά, στέλνει ένα από τα τσιράκια του (που μόλις τον είχε διακόψει στην ανάγνωση του παραμυθιού τού Μόγλη στην κόρη του, για να μιλήσει στο τηλέφωνο) να την πιάσει, και με ένα αδιόρατο, zen νεύμα στέλνει τους υπόλοιπους να τον σκοτώσουν, ενώ ο ίδιος, με φόντο την ομοβροντία των αδυσώπητων πυροβολισμών, μελετά τη ζωγραφιά που του έκανε δώρο ο γιός του, και γ) το μειλίχιο μένος με το οποίο τα βάζει με τον Θεό (!), επειδή δεν του έκατσαν τα πράγματα έτσι ακριβώς όπως τα είχε σχεδιάσει, «ψέλνοντάς τα» στον παπά με τον οποίο είχε μόλις προσευχηθεί!

Ως αντίβαρο στο κρυφό, υπόκωφο, αβυσσαλέο σκοτάδι τού Εσκομπάρ, ο Νικ του Χάτσερσον δρα ως ειλικρινές, αυθόρμητο, ορμητικό φως – ένας καλοπροαίρετος, εύπιστος, κάθε άλλο παρά… μεσσίας δυτικός, που ούτε μπορεί, ούτε θέλει να σώσει την απολίτιστη (sic), έρμαιο των cartel κοκαΐνης, Κολομβία, και παλεύει μόνο να μείνει ζωντανός, αυτός και οι αγαπημένοι του. Ο Πίτα των «Αγώνων Πείνας», που εδώ εκτελεί και χρέη παραγωγού, αποστομώνει όσους επιμένουν να αμφισβητούν την ερμηνευτική του δεινότητα, γειώνοντας σπαρακτικά τον Νικ, καταφέρνοντας να βάλει τον θεατή συστηματικά, οδυνηρά στη θέση του. Αμέριστος συνεργός τόσο του τελευταίου, όσο και του Ντελ Τόρο είναι αφενός ο Ντι Στέφανο, που εκτός από διεύθυνση ηθοποιών σκαμπάζει αναπάντεχα και από πλανοθεσία και χορογραφία σκηνών δράσης, με την κεντρική, που ξεκινά με την άφιξη του Νικ στο Ιτουάνγκο και τελειώνει με τη δια τηλεφώνου δήλωσή του στον Εσκομπάρ, «είμαι ακόμα ζωντανός», να κόβει συχνά-πυκνά την ανάσα. Και αφετέρου το μοντάζ, καθώς και διατηρεί το ενδιαφέρον σου σε εγρήγορση με τα καίρια τοποθετημένα (λίγο μετά την αρχή και στο τέλος) πισωγυρίσματα στο χρόνο, και δηλώνει ξεκάθαρα, αλλά αθόρυβα, άνευ λέξεων ή καταχρηστικών σχολίων τι εστί Πάμπλο Εσκομπάρ, παραθέτοντας μια ζωντανή πινακοθήκη / requiem των θυμάτων του – ανάπαυλα στο θρίλερ της απόδρασης του Νικ – λίγο μετά το περιστατικό με την μπάλα στη ρεματιά…

Δυστυχώς, όλα τα παραπάνω αξιέπαινα και περιστασιακά, αρκούντως συναρπαστικά, δεν καταφέρνουν να αμβλύνουν τις αδυναμίες αυτού του φιλμ, ώστε να το χρίσουν μια πραγματική εμπειρία, ή έστω κάτι παραπάνω από ένα ενδιαφέρον, καλοκουρδισμένο δίωρο. Καταρχήν, κανείς πλην των δύο πρωταγωνιστικών (που όμως, είπαμε, χρωστάνε πολλά στους ερμηνευτές τους), κανείς από τους χαρακτήρες δεν είναι δεόντως ανεπτυγμένος, ειδικά της Μαρία, του αδελφού του Νικ, Ντίλαν, της γυναίκας του Άννα, περισσότερο, και του Μαρτίν (Μίκι Μορένο) στο Ιτουάνγκο, λιγότερο, κοστίζοντας δραματουργική αποτελεσματικότητα στην αφήγηση σε στιγμές (no spoilers!) που διαφορετικά θα σου έκαναν το στομάχι… σάκο του boxing, τον εγκέφαλο κιμά, και τα μάτια καταρράκτες. Επίσης, το φινάλε δεν τολμά να βάλει τελεία στο… μαύρο που αρμόζει, αφήνοντάς σε με την καρδιά στο στόμα, αλλά υποκύπτει και σε μια επιπλέον, λυρικά μελαγχολική, καταχρηστική σκηνή. Και εντέλει, αυτός ο «Χαμένος Παράδεισος» κουβαλάει ανάλογα όλα τα προτερήματα και τα μειονεκτήματα του παρόμοιας θεματικής «Τελευταίου Βασιλιά της Σκωτίας», αλλά καθώς έπεται κατά πολύ εκείνης της – απλά καλής – ταινίας του 2006 (που εξασφάλισε στον Φόρεστ Γουίτακερ το Όσκαρ ερμηνείας), δεν μπορεί παρά να φαντάζει κατώτερή της, ανασυντιθέμενη συνταγή.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Αν είσαι από εκείνους που πάνε σινεμά και μπορούν να αρκεστούν στον θαυμασμό εμπνευσμένης δεξιοτεχνίας στις ερμηνείες, τη σκηνοθεσία, το μοντάζ και το σασπένς, δεν θα σε απογοητεύσει. Αν, όμως, ποθείς συναρπαστική δράση, ζουμερό, διαπεραστικό, οργανικά ισορροπημένο σύνολο χαρακτήρων, πρωτότυπο, ατρόμητο και τολμηρό σινεμά, που μπορεί να γίνει ανεξίτηλο βίωμα, δεν αξίζει τον κόπο.


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.