ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ (2014)
(SADILISHTETO)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Στέφαν Κομαντάρεφ
- ΚΑΣΤ: Άσεν Μπλατέτσκι, Οβάνες Τοροσιάν, Μίκι Μανόιλοβιτς
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 107'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: AMA FILMS
Σε ακριτικό βουλγαρικό χωριό, το κλείσιμο γαλακτοκομικής μονάδας αφήνει χωρίς δουλειά χήρο ιδιοκτήτη βυτιοφόρου και θέτει υπό άμεση απειλή από χρέος το σπίτι του. Υποκύπτει στην πρόταση να κουβαλάει κοσμάκη στη ζούλα απ’ τη γειτονική Τουρκία για πρώην λοχαγό του που κονομάει απ’ την εμπορία ανθρώπων, ενώ όλο και με κάτι στραβώνει ο έφηβος γιος του που απαγκιάζει σε νιόφερτη συμμαθήτρια. Αποσιωπημένο χακί έγκλημα που έγινε στο σημείο διέλευσης παλιά, πώς θα κλείσει τους λογαριασμούς όλων οριστικά;
Μην γκρεμοτσακιστείς να το δεις, δεν συνιστά και Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες ή μη. Αλλά «η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα» και μετράει στο νέο γνώθι σαυτόν ξεκαθάρισμα (δεσμών και με το παρελθόν) του Στέφαν Κομαντάρεφ που σαλαγάει, κι ας σκοντάφτει, έναν ανάγκα έκνομα βιοπαλαιστικό, επώδυνα λειψά οικογενειακό δραματικό επί 2 ανδριάντα κρύβε λόγια θυσιών, ανοιχτών πληγών, χρείας εξόφλησης χρεών (κυριολεκτικών και μεταφορικών) και «θα το βρεις μπροστά σου» κριμάτων και λαθών, στο σταυροδρόμι αποκαλυπτικών κακοτοπιών και απονομής τιμωριών σκληρών μα καθαρτικών.
Εκεί που αυτή η επιχείρηση Ξένιος Ζευς παραπατάει είναι σίγουρα στο συνορεύον με το χοντροκομμένο τού επιβεβλημένου ανφάς του Σέρβου Μανόιλοβιτς (αυτοντουμπλαρισμένου και σε γλώσσα μη μητρική) ως κακού, στο σποραδικό τηλε-υφάκι design συμπαραγωγής (πιο έκθετο στα πρανή ορεσίβιου σασπένς με σημείο αναφοράς το «Μεθυσμένα Άλογα» του Γκομπαντί σε ποδαράτη εκδοχή στη Ροδόπη), στα επουσιώδη του (εξω)σχολικού couleur locale νταραβερακίου ακουμπήματος και ωρίμανσης του junior, και στο ημιαδέξια γυρισμένο και μονταρισμένο κρεσέντο ενός χαμού στο νερό.
Ενώ, ωστόσο, ενίοτε σχηματικά μπηχτές τα… σούρνουν επίσης στον κόκκινο στρατό του Ζίβκοφ (εκεί όπου πρωτοενώθηκαν στο έγκλημα ο trafficker πιόνι και το αφεντικό του, με τα σχετικά flashback περιόδου στάνταρ επ’ ώμου), τον χειμαζόμενο δημόσιο (ένας άνευ οχήματος μπάτσος οτοστόπ στο φορτηγό με την «κοιλιά» του γεμάτη μετανάστες) και ιδιωτικό (η απόλυση του… κουβαλητή και η αδυναμία του να πουλήσει, έστω όσο-όσο, το όχημά του για μετρητά) τομέα, τις τράπεζες – όρνια (που μετράνε μέρες για την έξωση των οφειλετών μπαμπά και κανακάρη), τον εργασιακό ξενιτεμό (τα εμβάσματα της εργαζόμενης στην Ιταλία μάνα της φίλης), την ερήμωση της επαρχίας (αντί κοινοτήτων αραιές συναντήσεις on the road) και το ψου ψου ψου των κλειστών κοινωνιών (μια γειτόνισσα, για την εικαζόμενη σχέση του με την οποία εγκαλείται άδικα ο senior απ’ τον μικρό), η διαδρομή «βγαίνει».
Το παραπονιάρικο κονέ (με πρώτη αιχμή το family αίτιο τού δανείου που τους βαραίνει) και τα υποδόρια τραυματισμένα εγώ τους στην πρέσα της επιβίωσης (κάτι από το «Κλέφτης Ποδηλάτων» ακούγεται εδώ;) εκπέμπονται πειστικά από τους Μπλατέτσκι και Τοροσιάν. Το διακύβευμα της τσακωτής ή μη του κοντραμπάντου των αλλοδαπών συνδράμει στην τσίτα. Ο κόφτης και το ταχύμετρο της αφήγησης λειτουργούν. Και το πλήρωμα του χρόνου, για να ξεθαφτεί ένα μυστικό (που ξεδιπλώνει το κουβάρι μιας εξαφάνισης μέχρι την Ανατολική Γερμανία του Ψυχρού Πολέμου) και για τους φταίχτες που το κράτησαν, φτάνει αρκετά δυνατά και φέρνει θεία δίκη και αναπαμό στο φονικό βουνό.
Δύναμη Frontex, με την καλή έννοια, το φινάλε ενός screenshot του e-mail που στέλνει ο άνδρας του σπιτιού πια 17χρονος στους γονείς δύο ακόμα ξένων ψυχών, των πρώτων που ακούσια είχε περάσει στην άλλη πλευρά ο γεννήτοράς του. Γιατί «έχουμε ευθύνη», που είπε κι ένας δικός μας πρόσφατα. «Το Πέρασμα» εξαργυρώνεται σε λέι και δε βγαίνεις αλώβητος μεν, δε σε παίρνει στον λαιμό του δε. Και άλλος φράχτης στον Έβρο, και άλλη Αμυγδαλέζα όχι…