Η ΕΞΟΔΟΣ: ΘΕΟΙ ΚΑΙ ΒΑΣΙΛΙΑΔΕΣ (2014)
(EXODUS: GODS AND KINGS)
- ΕΙΔΟΣ: Θρησκευτικό Έπος
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ρίντλεϊ Σκοτ
- ΚΑΣΤ: Κρίστιαν Μπέιλ, Τζόελ Έτζερτον, Μπεν Κίνγκσλεϊ, Άαρον Πολ, Σιγκούρνι Γουίβερ, Τζον Τουρτούρο
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 150'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Ο Μωυσής παίρνει από τη σκλαβιά των Αιγυπτίων τετρακόσιες χιλιάδες Εβραίους και τους πείθει να διασχίσουν την Ερυθρά Θάλασσα… πεζοί! Ουπς! Στάσου. Πριν από αυτό έχει ακόμα δύο ώρες έργο…
Η απώλεια του Όσκαρ σκηνοθεσίας το 2001 είναι ο μέγας καημός τού Ρίντλεϊ Σκοτ και πιστεύω πως αν τα μέλη της Ακαδημίας γνώριζαν τι θα επακολουθούσε… πεισματικά έως σήμερα, θα του το έδιναν για το «Μονομάχο», για να μην το φέρνει βαρέως η ανθρωπότητα!
Ας το δούμε πιο σοβαρά, όμως, διότι αν ο ίδιος πιστεύει πως με τούτη την «Έξοδο» χτυπάει το επικό σινεμά του Σεσίλ Μπ. ΝτεΜιλ και των «Δέκα Εντολών» (1956), τότε ο άνθρωπος… το έχει χάσει ολοκληρωτικά! Γιατί το σοβαρότερο πρόβλημα της συγκεκριμένης ταινίας δεν είναι η διεκπεραιωτική σκηνοθεσία ενός… CGI έπους, αλλά η ανυπαρξία σκηνοθέτη και το σήκωμα των χεριών, η παράδοση των όπλων μπροστά στην ψηφιακή τεχνολογία. Αυτό που σε άλλα επαγγέλματα αποκαλούν… «αυτόματο πιλότο».
Είναι ενδιαφέρον, σε μια χρονιά κατά την οποία ο Ντάρεν Αρονόφσκι καταπιάστηκε επίσης με την Παλαιά Διαθήκη, να παρατηρήσουμε τις διαφορές μεταξύ του «Νώε» και της «Εξόδου». Στην πρώτη περίπτωση, έχουμε τον αντίποδα του σινεμά του Σκοτ, ένα έργο με ευρήματα και κάθε διάθεση από τον σκηνοθέτη του να «ανανεώσει» το είδος ή και την όλη φιλοσοφία τού θεάματος (αν όχι και την Πίστη τού θεατή σε κάτι πιο σύγχρονο κι εναρμονισμένο με new age σκεπτικά). Στη δεύτερη περίπτωση, ο Σκοτ ξαπλώνει αναπαυτικά στην «πολυθρόνα» της τεχνολογίας και… παραγγέλνει φανταχτερά «στολίδια» για να εξιτάρει τον θεατή, υποσχόμενος 3D φαντασμαγορία exotica προσανατολισμού.
Από τη μια το περιεχόμενο, από την άλλη το τριπάκι του entertainment. Προσωπικά, απολαμβάνω και τα δύο. Όταν, όμως, μια ταινία του 1956 με κάνει να περνάω καλύτερα, έστω και με την camp αισθητική ή την αφέλειά της, σε σύγκριση με την ατονία και την ατολμία του Σκοτ, που μου επιφυλάσσει ως μοναδικούς «άσσους» στο μανίκι του τις επτά πληγές τού Φαραώ (ας μη σχολιάσουμε τη… «λεύκανση» του κάστινγκ του σογιού του Ραμσή γιατί θα γελάνε και οι… πυραμίδες!) και ένα πελώριο, ψηφιακό κύμα που παρόμοιό του έχουμε δει από το director’s cut της «Αβύσσου» (1989) του Κάμερον μέχρι το πρόσφατο «Interstellar» του Νόλαν, για να μου τα σερβίρει ως extravaganza επικών διαστάσεων σε φιλμ διάρκειας 150 λεπτών, μετά συγχωρήσεως αλλά το επικότερο πράγμα που βίωσα στην αίθουσα ήταν… η αντοχή μου ως το τέλος!
Το βασικό μειονέκτημα στην «Έξοδο» είναι η άρνηση του Σκοτ να αφηγηθεί τις «περιπέτειες» του Μωυσή ως παραμυθάκι. Έτσι, με μια ονείρωξη ότι θα παρουσιάσει τούτο το προϊόν – έπος σε μεγαλύτερες διαστάσεις από τις προηγούμενες κινηματογραφικές μεταφορές του, περιμένει να πείσει τους ίδιους πάνω-κάτω πελάτες να ψωνίσουν ξανά κάτι τόσο γνωστό και μοσχοπουλημένο, χωρίς να πιστεύει ακόμη και ο ίδιος πως έχει να προσφέρει κάτι δικό του στο περιεχόμενο. Το φιλμ στέκει μονάχα ως μια δακρύβρεχτη προπαγάνδα των βασάνων τού εβραϊκού λαού που ζητά την ελευθερία και μια πατρίδα, με τόση θέρμη που σε βάζει σε σκέψεις για το αν ο Σκοτ, όπως και ο Μωυσής, είναι ένας «κρυφός» ομοεθνής!