MARINA (2013)
- ΕΙΔΟΣ: Βιογραφική Δραματική Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Στέιν Κόνινξ
- ΚΑΣΤ: Ματέο Σιμόνι, Λουίτζι Λο Κάσο, Ντονατέλα Φινοκιάρο, Εβελίν Μπόσμανς
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 118’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Η αληθινή ιστορία των πρώτων – μέχρι την επιτυχία – χρόνων της ζωής τού Ρόκο Γκρανάτα, που από την ηλιόλουστη Ιταλία βρέθηκε στο συννεφιασμένο Βέλγιο, στη δύσκολη ζωή του μονόχνωτου ανθρακωρύχου πατέρα του και στην αφιλόξενη κουλτούρα μιας ξένης χώρας. Δεν εγκατέλειψε, όμως, ποτέ το πάθος του για τη μουσική, καταφέρνοντας να κάνει, μόλις ενήλικος, το – ερωτοχτυπημένο – τραγούδι του «Marina» τεράστια, παγκόσμια, αθάνατη επιτυχία.
Δυσκολεύομαι πολύ να σου γράψω γι’ αυτή την ταινία. Δεν είναι ακριβώς κακή. Ούτε όμως καλή, ή έστω (χρυσά) μέτρια τη λες. Αντίθετα με το λάθος που κάνουν οι περισσότερες κινηματογραφικές βιογραφίες, δεν προσπαθεί να χωρέσει όλη τη ζωή ενός ανθρώπου σε δύο ώρες, και εστιάζει μόνο στα προ-εφηβικά, εφηβικά και μετα-εφηβικά χρόνια του ήρωά της. Παράλληλα, η ανασύσταση των 50’s είναι καλοδουλεμένη, το θέμα της εκμετάλλευσης των λαών του φτωχού, ευρωπαϊκού νότου από αυτούς του πλούσιου βορρά πιο επίκαιρο από ποτέ, μια (του Σιμόνι, που χρειάστηκε να μάθει και ιταλικά για να ενσαρκώσει το Ρόκο από τα τελευταία χρόνια της εφηβείας και μετά) ή δύο (του Φλορ Ντεκλέρ στο ρόλο του… αργού, αλλά τίμιου ντελιβερά – και της αλήθειας μεταξύ άλλων, υλικών αγαθών – Τζάκι) αθόρυβα ουσιαστικές ερμηνείες άξιες λόγου και η μουσική επένδυση / τραγούδια του Γκρανάτα γνώριμα, γλυκά κολλητικά…
Ωστόσο, το όλο θέαμα μοιάζει με μια ωραία στημένη, νοσταλγική… carte-postale. Χωρίς βάθος ή ειδικό βάρος. Κοινότοπη, «ασπρόμαυρη» (αν και έγχρωμη, πραγματικά), και, από ένα σημείο και μετά, βαρετή. Κουραστική. Πλην του Ρόκο, που (τουλάχιστον) αποκαλύπτεται ως ένα πεισματάρικο, χαρισματικό, ελεύθερο πνεύμα, όλοι οι περιφερειακοί χαρακτήρες είναι σχηματικοί, χάρτινοι και ντιπ για ντιπ κλισέ στη συμπεριφορά τους. Ο μπαμπάς, που ενώ μεταναστεύει και γίνεται ανθρακωρύχος για να εξασφαλίσει ένα καλύτερο αύριο για την οικογένειά του, μετά θέλει καλά και σώνει να παγιδεύσει το γιο του στην ίδια, πνιγμένη στο κάρβουνο μοίρα, πριν απ’ την ουρανοκατέβατη (αλλά προβλέψιμη) σαπουνοπερέ μεταστροφή του στο φινάλε. Η παθητική, δούλα και κυρά μαμά, που βοηθάει μεν κρυφά τον κανακάρη της, ούτε αντιμιλά, ούτε πατάει – ένα χιλιοστό, έστω – πόδι στον (άσχετο και δη ανεκμετάλλευτο, αλλά προφανώς ζηλιάρη) σύζυγό της, ούτε καν μια λογική συζήτηση δεν του ανοίγει δε.
Η εντελώς διακοσμητική, επί και εκτός οθόνης παραμελημένη κόρη, που ωστόσο – ανεξήγητα – σώζει το ακορντεόν του αδελφού της. Η μούσα τού Ρόκο (την οποία, τελικά, δε λέγανε Μαρίνα και δεν ήταν μελαχρινή, οπότε πες μου εσύ πώς και γιατί τον ενέπνευσε!), που παρουσιάζεται ως «κλασική» γυναίκα πειραχτήρι (ή «ανάφτρα», όπως λέγανε στο χωριό μου), δεν ξεκαθαρίζει ποιον θέλει (τον φτωχό μετανάστη ή τον πλούσιο μνηστήρα που της πασάρει ο πατέρας της;) και τιμωρείται δεόντως (sic) με ένα βιασμό, που περνά στο ντούκου για την ίδια, αφού μόνο ως εργαλείο αύξησης του δράματος του Ρόκο χρησιμοποιείται, σε μια πολύ κρίσιμη στιγμή της μουσικής του πορείας. Και ο κάθε (μα κάθε;) Βέλγος πολίτης, ανεξαρτήτως ηλικίας, τάξης, εκπαίδευσης και IQ (με μοναδική εξαίρεση τον Τζάκι), που δεν ξέρει πώς να αντιμετωπίσει τους μετανάστες παρά μόνο με άκρατο ρατσισμό.
Με αυτά και με αυτά, δύο εικόνες ίσως σου μείνουν στο μυαλό (εκείνες του πατέρα και του γιού στα ντους / κελιά πάνω από το ορυχείο, και του Ρόκο και της μούσας του, γυμνών, στην οροφή της μαούνας, στο ποτάμι), προτού το τέλος σε κάνει ν’ αναρωτηθείς πότε… εφευρέθηκαν οι μπαταρίες. Μα πώς παίζει άνευ καλωδίου το ραδιόφωνο μισό χιλιόμετρο έξω από σπίτι;