ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΗΣ ΖΙΓΚΟΛΟ (2014)
(FADING GIGOLO)
- ΕΙΔΟΣ: Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζον Τουρτούρο
- ΚΑΣΤ: Τζον Τουρτούρο, Γούντι Άλεν, Βανέσα Παραντί, Λιβ Σράιμπερ, Σάρον Στόουν, Σοφία Βεργκάρα
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 90’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: VILLAGE FILMS
Παλαιοβιβλιοπώλης της Νέας Υόρκης βρίσκει τη λύση για τα οικονομικά προβλήματα του καλύτερού του φίλου, μετατρέποντάς τον σε… ζιγκολό, απαιτώντας και ποσοστά επί των κερδών!
Η πέμπτη σκηνοθετική δουλειά του σεβαστού καρατερίστα ηθοποιού Τζον Τουρτούρο θέλει να πει πολλά πράγματα μαζί. Και τα περισσότερα από αυτά αφορούν τη γυναικεία ψυχοσύνθεση. Αμέσως, καταλαβαίνεις πως το όλο εγχείρημα εγκυμονεί κινδύνους ή φλερτάρει με το φιάσκο (το ξέρω ότι ακούγεται μισογύνικο, αλλά έτσι είναι, κορίτσια, μη βαράτε!)…
Αρχικά, ο Τουρτούρο είχε την εξυπνάδα να προσλάβει τον Γούντι Άλεν για συμπρωταγωνιστή του. Είναι κάτι που ο τελευταίος κάνει σπάνια, πλέον, και αυτό λειτουργεί σαφώς θετικά αλλά και ως πόλος έλξης για το θεατή. Ξέρεις πως ο Άλεν θα ξεστομίσει μερικές δυνατές punchlines, που και προσωπικά δικές του να μην είναι, το ύφος που βγάζει η στερεοτυπική του περσόνα θα τις «ντύσει» με το δικό του πνεύμα αστεϊσμού. Η πλάκα τού ευφυολογήματος περί Μικ Τζάγκερ και ερωτισμού ή η σκηνή της απαγωγής του από φανατισμένους χασιδικούς, αποτελούν λαμπερά παραδείγματα εδώ. Ο Άλεν, όμως, είναι κάτι σαν το ένα τρίτο αυτής της ταινίας.
Το σενάριο του Τουρτούρο έχει γραφτεί για να γίνει αντιληπτό από τις γυναίκες που θα παρακολουθήσουν τον «Ερασιτέχνη Ζιγκολό». Είναι σα να τους λέει πως τις μελετούσε για χρόνια, πως τις αγαπά, πως έχει νιώσει τον συναισθηματικό τους κόσμο, τις φαντασιώσεις τους, τις φοβίες της μοναξιάς τους, την απουσία της συντροφικότητας, αυτό που ψάχνουν στον άνδρα, είτε θέλουν να τον κάνουν δικό τους είτε θέλουν απλά να τον χρησιμοποιήσουν ως «ρόλο». Δεν τα ειρωνεύεται φαλλοκρατικά όλα αυτά. Θέλει να μπει στο μυαλό τους. Και πιστεύει ότι τα καταφέρνει. Κάπου εκεί, όμως, μπαίνει και ο δικός του ο ήρωας. Κι εκεί γίνεται ένας… νάρκισσος, ένας ιδανικός εραστής! Που ομολογεί, μεν, πως δεν έχει τα εξωτερικά χαρίσματα, αλλά πλασάρεται ως ο άνδρας που «βλέπει» τις γυναίκες (ατάκα που χρησιμοποιεί και η Βανέσα Παραντί σε τρυφερή στιγμή «ξεκλειδώματος» πουριτανισμού και έκφρασης του συναισθήματος της αγάπης από μεριάς της). Κάπου εκεί, λοιπόν, διχάζεσαι για την τιμιότητα της γραφής τού Τουρτούρο.
Επιπλέον, έχει τοποθετήσει την ιστορία του σε εβραϊκή συνοικία του Μπρούκλιν, παρατηρώντας μια ethnic κοινότητα με δικούς της κανόνες, παραδόσεις και, κυρίως, μια ανθρώπινα βασανιστική, θρησκευτικά κομμένη και ραμμένη ηθική, την οποία φιλμάρει ως παρατηρητής μιας ξένης κουλτούρας, κι ας είναι όλοι τους κάτοικοι της ίδιας πόλης. Σε αυτό το κομμάτι αφιερώνει την κορύφωση του φιλμ, όμως, όσο κι αν έχει προσπαθήσει να μας κάνει να τον νιώσουμε ως «γητευτή» των θηλυκών, εδώ αδυνατεί να ξεπεράσει την παρουσία του… «τουρίστα», ο οποίος κάπου θέλει να κάνει και χιούμορ, κάπου διστάζει λες και θα τον τιμωρήσει ο Θεός!
Το φινάλε μας αφήνει κάπως ξεκάρφωτους, μέσα στην αναποφασιστικότητα του κεντρικού ήρωα, ο οποίος πάσχει από ένα καίριο σεναριακό πρόβλημα: ποτέ δε μάθαμε ποιος είναι! Γι’ αυτό και ο θεατής ούτε θα ταυτιστεί ούτε και θα συμπονέσει. Αντιθέτως, ο χαρακτήρας της Αβιγκάλ (πόσο αναπάντεχα σωστό το κάστινγκ και ώριμη η ερμηνεία της Παραντί) βρίσκει την ολοκλήρωσή του μέσα από μια επιλογή που μπορεί να μην είναι η ρομαντική, αλλά η… τίμια, ζυγίζοντας τον… αχαρτογράφητο εσωτερικό κόσμο αυτού του κατά λάθος ζιγκολό.