FreeCinema

Follow us

ΚΑΜΙΛ ΚΛΟΝΤΕΛ 1915 (2013)

(CAMILLE CLAUDEL 1915)

  • ΕΙΔΟΣ: Δράμα Εποχής
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μπρουνό Ντιμόν
  • ΚΑΣΤ: Ζιλιέτ Μπινός, Ζαν-Λικ Βενσάν, Μαριόν Κέλερ, Εμανουέλ Κοφμάν, Ρομπέρ Λερoυά
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 95’
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: VIDEORAMA

Δύο χρόνια μετά τον εγκλεισμό της σε μοναστηριακή ψυχιατρική κλινική κατʼ εντολή τού μικρότερου αδελφού της, Πολ, η Καμίλ Κλοντέλ προσπαθεί να αποδείξει ότι δεν είναι τρελή, ψάχνοντας να βρει μια διέξοδο στη μοναξιά της κι έχοντας στερηθεί την τέχνη, τη σκέψη και την κοινωνικότητά της. Η επικείμενη επίσκεψη του Πολ, ίσως να είναι το κλειδί για την ελευθερία της. Ακούγεται σα μια συνηθισμένη βιογραφία; Κι όμως, τα φαινόμενα απατούν.

Ο κόσμος του Μπρουνό Ντιμόν (γνωστού, κυρίως, στο φεστιβαλικό και λίγο… «φευγάτο» κοινό για τους «29 Φοίνικες», το «Flandres» και, πιο πρόσφατα, το «Hors Satan») είναι ένα εκκεντρικό σύμπαν, που δύσκολα χαρτογραφείται τις περισσότερες φορές. Οι ταινίες του είναι απαιτητικές, πολλές φορές ακατανόητες, περισσότερο αφηρημένες στη σεναριακή τους ανάπτυξη και λιγότερο ταγμένες στην παραδοσιακή αφήγηση και ανάπτυξη χαρακτήρων, στοχεύοντας, κυρίως, στη συγκομιδή ακραίων αντιδράσεων. Όλα τα παραπάνω τις κάνουν δύσκολο ακόμη και να εκτιμηθούν, αφήνοντας τις περισσότερες φορές το θεατή ανίκανο να τις ερμηνεύσει και, κατʼ επέκταση, να καταλάβει ακόμη κι αν του άρεσαν ή όχι, με το σοκ της διαφορετικής οπτικής περί κινηματογράφου.

Στην «Καμίλ Κλοντέλ 1915», όμως, ο Ντιμόν πλησιάζει όσο πιο πολύ γίνεται στη συμβατικότερη (για εκείνον) δυνατή μορφή αφήγησης. Έχει ένα σαφές χωροχρονικό πλαίσιο, τα γεγονότα υπογραμμίζει ένας καθαρός απώτερος σκοπός και η ηρωίδα του είναι μια αναγνωρίσιμη προσωπικότητα, κι όχι απλά ένας απροσδιόριστος, σκόπιμα θολός χαρακτήρας. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι ο Ντιμόν «παραστράτησε» ξαφνικά στο χώρο τού mainstream ή ότι η νέα του ταινία μπορεί να χαρακτηριστεί αμέσως «εύκολη». Το φιλμ του παραμένει ένα δυσπρόσιτο δημιούργημα, που θα αγαπηθεί από τους οπαδούς τής μέχρι τώρα δουλειάς του αλλά, στην καλύτερη περίπτωση, θα προβληματίσει όλους τους υπόλοιπους. Το να πεις ότι ο Ντιμόν σκηνοθέτησε την πιο προσιτή ταινία του (το οποίο ισχύει), δυστυχώς, δεν είναι καθησυχαστικό για το ευρύ κοινό.

Κατά πρώτον, πέρα από μια σύντομη επεξηγηματική εισαγωγή με τίτλους που αφορά το «πού», το «ποιος» και το «πότε» την ιστορίας, ο Ντιμόν δεν ενδιαφέρεται για επιπλέον ιστορικές εξηγήσεις. Επιπρόσθετα, η δομή τής ταινίας ακολουθεί τη λογική των τυχαίων καθημερινών επεισοδίων (βασισμένα στις επιστολές που αντάλλασσε η Καμίλ με τον αδελφό της), που ακόμα κι αν τους αλλάξεις σειρά, δεν αλλοιώνουν το τελικό αποτέλεσμα. Σα να μην έφτανε αυτό, ο Ντιμόν χρησιμοποιεί ως κομπάρσους ανθρώπους που όντως πάσχουν από ψυχικές ασθένειες, κάνοντας την προβολή τραχιά, άβολη και σίγουρα καθόλου φιλική στο μάτι. Παρά τη διάθεση μιας άμβλυνσης των ακραίων χαρακτηριστικών του, δεν αμφιβάλλουμε στιγμή ότι η «Καμίλ Κλοντέλ 1915» είναι μια ταινία του Μπρουνό Ντιμόν.

Παρ’ όλα αυτά, η προσέγγιση του Ντιμόν λειτουργεί, όσο το επίκεντρο της ταινίας είναι η Καμίλ Κλοντέλ. Η αντίθεση μεταξύ των άλλων ασθενών και της φιγούρας τής Ζιλιέτ Μπινός κάνει τη μοναξιά της ακόμα πιο εμφανή και τον αγώνα για την επιβίωση της ψυχικής υγείας τής ηρωίδας (και των συνεχών άκαρπων προσπαθειών για ψήγματα υγιούς επικοινωνίας) ακόμα πιο επιτακτικό. Ο Ντιμόν δεν εξηγεί ποτέ την πραγματική κατάσταση της Κλοντέλ, ούτε παίρνει θέση στο αν είναι όντως απαραίτητος ή όχι ο εγκλεισμός της, αλλά προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει τις αντιδράσεις της, την καχυποψία της, το φόβο για τη ζωή της, την καταπίεσή της ως χειραφετημένη γυναίκα της εποχής της, την αγάπη της για τον αδελφό της. Δεν τον ενδιαφέρει αν η ηρωίδα του είναι σχιζοφρενής ή όχι, αλλά επικεντρώνεται στην έλλειψη επικοινωνίας με το περιβάλλον της, την ανάγκη της να εκφραστεί μέσω της τέχνης και την ψυχρή απάθεια με την οποία αντιμετωπίζεται. Κατά μία έννοια, ακόμα και η ψυχρή παρατήρηση του φακού τού Ντιμόν εντάσσεται μέσα σε αυτή τη μαζικά απαθή παρακολούθηση μιας σαφώς παθιασμένης γυναίκας. Ακόμα κι έτσι, όμως, η συνήθης μισανθρωπία που φανερώνουν οι ταινίες του φαίνεται να έχει αντικατασταθεί από μια διάθεση εξερεύνησης και κατανόησης, ακόμα κι όταν η Κλοντέλ του δηλώνει ότι «δεν είναι πλέον ένα ανθρώπινο ον». Όπως γίνεται κατανοητό, βέβαια, τίποτα από αυτά δε θα είχε ισχύ χωρίς την παρουσία της Ζιλιέτ Μπινός, η οποία απομακρύνεται από το σύνηθες ρομαντικό πλαίσιο των ρόλων της, σκοτεινιάζει, αφήνεται αμακιγιάριστη στην κάμερα και αρχίζει να αποκαλύπτει σταδιακά όλες τις σκουρόχρωμες πτυχές του χαρακτήρα της.

Γιʼ αυτόν το λόγο, η αλλαγή εστίασης από την Καμίλ στον αδελφό της κατά τη διάρκεια του φιλμ ξενίζει και αφαιρεί από την ωμή, ακατέργαστη δύναμη που μέχρι τότε επεδείκνυε. Σίγουρα, αυτή η δραματουργική απόφαση δίνει ακόμη περισσότερη έμφαση στην απομόνωση της Καμίλ (καθώς ακόμα και όταν συναντά τον Πολ, είναι εμφανές το γεγονός ότι ο κλοιός γύρω της είναι απροσπέλαστος) και τονίζει την έλλειψη ουσιαστικής ελπίδας για την ηρωίδα, η οποία εξαρτάται από τα «πνευματικά οράματα» εκείνου και την οπτική του περί χριστιανικότητας, δυστυχώς, απομακρύνοντας την ταινία από τον πραγματικό της πυρήνα. Ναι μεν η πιο αναλυτική περιγραφή του Πολ Κλοντέλ στοιχειοθετεί σαφέστερα τον εφιάλτη τής Καμίλ, όμως, στερεί το κοινό από τη μαγνητική παρουσία τής Ζιλιέτ Μπινός και διαταράσσει, τελικά, την ισορροπία.

Γίνεται σαφές, λοιπόν, το γεγονός ότι ακόμα και η παραμικρή απόπειρα σύγκρισης αυτής της «Καμίλ Κλοντέλ 1915» με το πρότερο φιλμ τού Μπρουνό Νιτέν και την Ιζαμπέλ Ατζανί στον ομώνυμο ρόλο είναι άτοπη εξ ορισμού, γιατί ο Ντιμόν δεν κάνει καν προσπάθεια να πλησιάσει την ταινία του στα χωράφια της παραδοσιακής βιογραφίας. Αντίθετα, ακολουθεί την ηρωίδα του κατά τη διάρκεια τριών ημερών, μαζεύοντας, όμως, αρκετά στοιχεία τόσο για εκείνη όσο και για την κατάστασή της, ξεπερνώντας το τυπικό χρονικό πλαίσιο. Ο φακός του δεν κολακεύει, ούτε συγχωρεί. Προσπαθεί να κατανοήσει τι ακριβώς συμβαίνει πίσω από την επιφάνεια – αλλά χωρίς να δίνει εξηγήσεις, πετώντας στο θεατή το μπαλάκι. Γιʼ αυτόν το λόγο, όσοι απορρίψουν την ταινία ως «δήθεν» και όσοι γοητευτούν από την παραξενιά της, είναι εξίσου δικαιολογημένοι. Κανείς δεν πρόκειται να αμφισβητήσει, όμως, την ικανότητα και το θάρρος τής Ζιλιέτ Μπινός και, ευτυχώς, αυτό αποτελεί τον κοινό τόπο υποστηρικτών και πολέμιων.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Μισείς και μόνο το άκουσμα της λέξης «arthouse»; Δεν είναι για σένα. Θέλεις οι ταινίες σου να έχουν ξεκάθαρη αρχή, μέση, τέλος; Δεν είναι για σένα. Βλέπεις μόνο ρομάντζα και περιπέτειες; Δεν είναι για σένα. Θέλεις να νιώθεις ευχάριστα σε κάθε προβολή; Δεν είναι για σένα. Είσαι «φευγάτος» και θέλεις να πειραματίζεσαι στις κινηματογραφικές σου επιλογές; Χμμμ, νομίζω ότι, επιτέλους, βρήκαμε για ποιον είναι η ταινία!


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.