FreeCinema

Follow us
11.0215:00

Μπερλινάλε 69: Ενάντια στην πολιτική του auteur;


Πολύ συνεπής στις εξαγγελίες του κατά την συνέντευξη Τύπου ο Διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου, Ντίτερ Κόσλικ, είχε δώσει απόλυτα και πιστά το στίγμα της 69ης διοργάνωσης. Δίχως πολλούς μεγάλους stars φέτος (μάλλον καλύτερα, κατά την γνώμη μας), το πρόγραμμα υπηρετεί τις πολιτικές του συνιστώσες, αφήνοντας πια πίσω τον κινηματογράφο του auteur. Για πάντα;

Αυτή η τάση της θεματικής κατεύθυνσης του Φεστιβάλ Βερολίνου ήταν ξεκάθαρη εδώ και χρόνια από τον Κόσλικ και με τούτη την 69η διοργάνωση πιστοποιεί ότι ο κινηματογράφος των «δημιουργών» (ακούγεται passé έτσι ή αλλιώς, και πού να το πεις παραέξω…), απλά, δεν είναι πια εδώ. Δεν τίθεται το θέμα ότι το ένα υπερτερεί του άλλου, ωστόσο, επί του πρακτέου, σινεμά auteur σε γενικό πεδίο δεν φαίνεται να έχει ιδιαίτερα θέση εδώ και η επικαιρότητα, η συγχρονικότητα (και όχι η διαχρονικότητα) λαμβάνουν για τα καλά τα ηνία. Δεν ξέρουμε τι θα φέρει ο νέος Διευθυντής Κάρλο Σατριάν, πάντως ο Κόσλικ στην τελευταία του χρονιά μας φωνάζει τα παραπάνω δυνατά.

Από τις ταινίες του Διαγωνιστικού, το πρόγραμμα είναι πολύ πιο δυνατό από του 2018, μια χρονιά για την οποία, πραγματικά, ελάχιστα πράγματα θυμάμαι σε επίπεδο ταινιών. Δεν κράτησα ούτε ένα φιλμ στη μνήμη μου και όλα εξατμίστηκαν στο απώτατο ομιχλώδες θυμικό μιας θαμπής κινηματογραφικής εμπειρίας. Φέτος, ήδη είχα τις πρώτες συγκινήσεις και κάποια δάκρυα, συνεπώς δεν θα μπορούσα να ζητήσω κάτι παραπάνω. Οι κριτικοί δεν δείχνουν ιδιαίτερα θερμοί για καμία ταινία ακόμη και οι απόψεις στα πηγαδάκια είναι συγκρουόμενες, αν και κάπως πιο ένθερμες.

Για μένα, προσωρινά, το πιο ενδιαφέρον φιλμ είναι το «Systemsprenger», ντεμπούτο της Γερμανίδας Νόρα Φινγκσάιντ, που καταπιάνεται με το θέμα της παιδικής επιθετικότητας και της κοπρολαλίας, αλλά από τη θηλυκή πλευρά. Ένα δεκάχρονο κορίτσι, ένα αληθινό ανήμερο θεριό, για το οποίο το σύστημα σηκώνει τα χέρια ψηλά, κάνει άνω κάτω τα ιδρύματα όπου μπαίνει, επιτίθεται σε μεγάλους και μικρούς, κανείς δεν μπορεί να την κάνει καλά και μέχρι στο δάσος (χωρίς ρεύμα και ανέσεις) την πάει ο φροντιστής της, ο μόνος ο οποίος καταφέρνει να έχει μια κάποια «πρόσβαση» στο παιδί. Η πιτσιρίκα που παίζει είναι κάτι το καταπληκτικό και σε κάνει να απορείς για το πού τη βρήκαν. Θέμα, ορθώς, δεν είναι η ανάλυση του τι έκανε η μάνα (γιατί πατέρας δεν υπάρχει). Φυσικά, και η μάνα έκανε, είναι ανεύθυνη και ασυνεπής απέναντι στην κόρη (με αγάπη βέβαια, τι ταλαιπωρημένη έννοια αυτή η αγάπη!). Θέμα είναι το σύστημα ένταξης, θέμα είναι ότι αυτή η επιθετικότητα και η μη προσαρμοστικότητα στο όποιο κοινωνικό πλαίσιο έχει και γένος θηλυκό, θέμα είναι ότι στην παιδική ψυχολογία οι οδύνες εκδηλώνονται – σε περιπτώσεις και – με μη προσβάσιμους τρόπους. Δύσκολο φιλμ, οδυνηρό σε στιγμές, αλλά μέσα από το κορίτσι αυτό οδεύουμε στο σύστημα και την αντιμετώπιση του ζητήματος από την Πολιτεία, πια.

«Grâce à Dieu» είναι η νέα ταινία του Φρανσουά Οζόν, η οποία καταπιάνεται με το θέμα της σεξουαλικής κακοποίησης από κάποιον καθολικό ιερέα στη Λυόν, μια υπόθεση πραγματική που εκκρεμεί ακόμη για τη γαλλική Δικαιοσύνη. Το ζήτημα κινεί ο Αλεξάντερ, ένα καλοστημένος κοινωνικά άνδρας που κακοποιήθηκε σαν παιδί και από εκεί φεύγει το σενάριο και πάει σε έναν δεύτερο παθόντα, μετά σε έναν τρίτο, μα δίχως να ξεχνά τον πρώτο ήρωα, και αυτοί γίνονται μια παρέα που κινητοποιούνται νομικά για την αποπομπή του ιερέα σε κάθε επίπεδο. Δυνατό φαινόμενο και το σενάριο μπορεί να έχει τη μαγκιά να πηγαίνει από τον ένα πρωταγωνιστή στον άλλο δίχως να απειλείται η συνοχή του, ωστόσο είναι υπερβολικά μεγάλο και κάποιες αφηγηματικές πίστες χάνουν τη βαρύτητά τους μέσα στη ροή της ιστορίας. Οι φίλοι του Οζόν σίγουρα απογοητεύτηκαν, αλλά μην ξεχνάμε ότι… Οζόν είναι αυτός, ποτέ δεν αποτελούσε εγγύηση.

Είδαμε και τον Φατίχ Ακίν και το «Der Goldene Handschuh», που αφηγείται την πραγματική ιστορία του Φριτς Χόνκα, ενός απαίσιου εσωτερικά και εξωτερικά ανθρώπου, που τη δεκαετία του ’80 δολοφόνησε στο Αμβούργο διάφορες γυναίκες από σεξουαλική και ψυχική διαστροφή. «Goldene Handshuh» λεγόταν το bar στο οποίο σύχναζε με διάφορους άλλους τελειωμένους τύπους. Μιλάμε για μια ταινία εξαιρετικά βίαιη (εσκεμμένα), αποτροπιαστική στην όψη της ασχήμιας των εγκλημάτων και των ήχων ακρωτηριασμών ανθρώπινων μελών. Σε διάφορα σημεία, κλείναμε τ’ αυτιά μας και καλύπταμε τα μάτια μας! Ρώτησα τον Έλληνα διανομέα, τι του συμβαίνει του Φατίχ; Τι περνάει, σε τι φάση βρίσκεται, μήπως κάτι μου διαφεύγει, γιατί είχα την τύχη να τον γνωρίσω και να εργαστώ μαζί του σαν publicist κάποιες φορές στο παρελθόν. Ο Φατίχ είναι ένα καταπληκτικό, ισορροπημένο παιδί, που λατρεύει την Ελλάδα, ένας άνθρωπος πανέξυπνος, γεμάτος ζωή. Ένας σκηνοθέτης φοβερά ταλαντούχος. «Θέλει να αποδείξει ότι μπορεί να κάνει όλα τα είδη», μου απαντά ο διανομέας. Να ασχοληθεί, δηλαδή, με όλα τα genre. Μα, ναι, η φτιαξιά της ταινίας είναι καλή, οι ερμηνείες εκπληκτικές (γιατί είναι και υπέροχος διευθυντής ηθοποιών, το έχουμε δει). Εδώ, όμως, αυτό το ντοκιμαντερίστικου ύφους απωθητικό φιλμ βάζει (δεν είναι πρωτοπορία αυτό) το άβολον στον χάρτη της φιλμικής εμπειρίας, κάτι που απλά μπορείς να δεχτείς σαν κινηματογραφόφιλος ή να το απορρίψεις σαν ένας θεατής που δεν βάζει τον εαυτό του σε τέτοια διαδικασία.

Είδαμε και δύο καλά έργα από το Πανόραμα, το «Buoyancy», ντεμπούτο του Αυστραλού Ροντ Ράτγεν, που καταπιάνεται με την εφηβική εργασία στην Καμπότζη διαγράφοντας ένα coming of age πορτρέτο του ήρωά του (καταπληκτική ερμηνεία από τον νεαρό). Ακόμη, το «Monos» για μια ομάδα έφηβων guerillas στη λατινοαμερικάνικη ζούγκλα, οι οποίοι εκπαιδεύονται και βλέπεις τις σχέσεις και πώς αναπτύσσεται η ψυχολογία τους. Μόνο φεστιβαλικού κυκλώματος φιλμ που δύσκολα μπορεί να έχει τύχη στη διανομή, παρά (ίσως) σε ισπανόφωνες χώρες.

Συζητούσα με συναδέλφους (άνδρες) οι οποίοι βρήκαν εντελώς φόλα ένα ακόμη φιλμ, γερμανικό, της Μαρί Κρόιτσερ, με τίτλο «Der Boden unter den Füßen», που το έχει συμπεριλάβει ο Κόσλικ στο Διαγωνιστικό. Μάλλον την περίμενα την αντίδραση. Ηρωίδα εδώ είναι μια 30χρονη, όμορφη γυναίκα καριέρας, που δουλεύει πολύ πετυχημένα, κάνει γυμναστική, είναι φιλόδοξη, αλλά ένας κρυφός της πόνος είναι η σχιζοφρενής αδελφή που κανείς στο επαγγελματικό περιβάλλον της δεν γνωρίζει για την ύπαρξή της, ώστε να μην χαλάσει η τέλεια εικόνα που έχουν για εκείνη. Η εσωτερική της ταραχή, από τη μία με τη δουλειά και την ανέλιξή της και από την άλλη με την άρρωστη αδελφή, προκαλεί διαταραχές και ομολογεί το θέμα στη σύντροφό της που είναι και συνάδελφός της. Μπορείς να το δεις σαν κριτικός και να μιλήσεις για ασάφεια στο σενάριο σχετικά με το αν και η ίδια πάσχει από σχιζοφρένεια. Περνάει, όμως, με έναν θαυμάσια λεπτό τρόπο, τη σοβαρή παρενόχληση μιας γυναίκας που σε επαγγελματικό ραντεβού βιώνει τον μαλάκα – πελάτη ομόλογο που της ζητάει να τα πούνε σε ιδιαίτερο ραντεβού «οι δυο τους». Και όταν στην τουαλέτα ο συνάδελφος της βγάζει το πέος του κατάμουτρα για να της πει ότι δεν έχει τέτοιο και γι’ αυτό δεν τα καταφέρνει, βλέπεις πόσο μόνη είναι. Μια γυναίκα σε ένα ανδρικό περιβάλλον, όμορφη, λεσβία και φιλόδοξη. Το ξέρουμε ότι κάποιοι είναι πιο ίσοι από τους ίσους, αλλά μας αρέσει να το βλέπουμε.