FreeCinema

Follow us
05.1112:20

Θεσσαλονίκη 60: Από την Ελλάδα… with a twist!


Ευτυχώς που στο 60ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης όλη η μέρα είναι σινεμά και αποφεύγουμε την πολιτική ενημέρωση του τόπου μας. Κατά τα άλλα, μιλώντας για Ελλάδα, ο Ζαχαρίας Μαυροειδής και ο Αλέξανδρος Βούλγαρης ήρθαν εδώ για να μας κάνουν… «γυριστή» έκπληξης με δύο ωραία σεναριακά twists που αξίζουν συζήτησης. Προσοχή στα spoilers, όμως!

Είναι ωραίο να «κρύβεσαι» μέσα σε μία κινηματογραφική αίθουσα για να μην ακούς τι γίνεται εκεί έξω με τους πρόσφυγες ή τα νέα κυβερνητικά μέτρα. Όχι ότι δεν θα τα βρεις μπροστά σου, αλλά για λίγες μέρες εδώ, στο 60ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, το σινεμά αποκτά την αληθινή του αξία. Γίνεται ένα μέσο φυγής. Που αποκτά και ανατρεπτικά… θριλερικές διαστάσεις! Ένα παράδειγμα που αφορά την επισήμανση την οποία έκανα χθες (βλέπε τελευταία παράγραφο στο ακόλουθο link) για την ανελέητη διάρκεια των spots που προηγούνται κάθε προβολής. Στην πρεμιέρα του «Απόστρατου» στο Ολύμπιον, μαζί με μία παρουσίαση των συντελεστών, το φιλμ αντί για τις 18:00 ξεκίνησε στις 18:14! Είχα βγάλει εισιτήριο για την πρεμιέρα της «Winona», που έπαιζε στην αίθουσα του Τζον Κασαβέτις στις 20:00. Η διάρκεια του «Απόστρατου» ήταν εκατό λεπτά. Do the math! Προφανώς, για να προλάβω και τη δεύτερη προβολή, δεν παρακολούθησα ίχνος από end credits και έτρεξα από Αριστοτέλους μέχρι λιμάνι με κομμένη την ανάσα, ώστε να βρίσκομαι στην είσοδο σχεδόν τρία λεπτά πριν από την έναρξη του φιλμ. Φυσικά, είχε και εκεί παρουσίαση με συντελεστές, αλλά εσύ πρέπει να βρίσκεσαι εντός αιθούσης έως τις 20:00, διαφορετικά μένεις έξω. Η ταινία ξεκίνησε στις 20:12. Ναι, κάτι πρέπει να γίνει του χρόνου με τη διάρκεια των spots, ας το καταλάβουν οι χορηγοί ότι μπορούν να είναι πολύ συντομότερα. Αρκετοί θεατές τα βλέπουν ίσως και δύο ή τρεις φορές την ημέρα, σε διάστημα έντεκα ημερών! Και κουράζουν. Αυτό δεν είναι σωστή διαφήμιση. Δεν καταλήγει να κάνει καλό σε κανέναν.

Παραμένουμε σε ελληνικό έδαφος, για τις ταινίες του Ζαχαρία Μαυροειδή και του Αλέξανδρου Βούλγαρη. Ο «Απόστρατος» του πρώτου (από το Διεθνές Διαγωνιστικό) ήταν μία ευχάριστη έκπληξη, ειδικά για τους θεατές του κατάμεστου χθες το απόγευμα Ολύμπιον. Τριαντάρης «entrepreneur» και… φαλιμέντο, μετακομίζει από τη ζωάρα της Γλυφάδας στη μονοκατοικία τού μακαρίτη στρατιωτικού παππού του στου Παπάγου. Θα σμίξει με μερικούς παιδικούς φίλους που είχε χάσει, θα κάνει μία παρέα με γειτονάκια, θα ψάξει να βρει γκόμενα, θα αγωνιστεί να πουλήσει εκείνες τις αναθεματισμένες μηχανές για espresso για τις οποίες είχε τη φαεινή ιδέα να πάρει δικαιώματα αντιπροσώπου για την Ελλάδα και κάπου θ’ αρχίσει να σκαλίζει το παρελθόν τού παππού, το οποίο κρύβει ουκ ολίγα μυστικά, πολιτικά και μη. Παλαιομοδίτικης αφήγησης τίμιο σινεμά, που κάπου θυμίζει με ωραίο τρόπο τον αποκαλούμενο «παλιό ελληνικό κινηματογράφο» και τις εμπορικές προοπτικές του, το φιλμ του Μαυροειδή είναι μία λαϊκή επιτυχία που ενώνει διαφορετικές γενιές θεατών, μιλώντας για το χθες και το σήμερα με καλοδουλεμένη γλώσσα. Στην ατάκα για τους ενοχικούς δεξιούς σείστηκε η αίθουσα από τα γέλια! Υπάρχουν χαμένες ευκαιρίες, βέβαια (σεναριακά αδικείται η μάνα της Γιώτας Φέστα, που θα μπορούσε να έχει μεγαλύτερο ρόλο, ώστε να δώσει επιπλέον βαρύτητα συναισθημάτων στο twist του φινάλε – όπως είναι τώρα, βγαίνει κάπως άδικα βεβιασμένο, έστω και αν καταφέρνει να λειτουργήσει), ενώ η ανάπτυξη της υποπλοκής με τις μηχανές του καφέ και το δέσιμο της αγοροπαρέας κάνει κάπου κοιλιά και χάνει το ενδιαφέρον του θεατή. Το έργο, όμως, κλείνει με μία διάθεση ανθρώπινης ζεστασιάς που αφήνει πίσω της πολιτικές κόντρες δεξιάς κι αριστεράς (ο καλύτερος φίλος του παππού, που ζει ακόμη στη γειτονιά, είχε κάνει εξορία σε ένα «όμορφο νησί»…). Ο Μιχάλης Σαράντης υποδύεται τον νεαρό ήρωα με μία κάπως… ναρκισσιστική άνεση, η Φέστα και ο Θανάσης Παπαγεωργίου βγάζουν μία υπέροχη ωρίμανση με φυσικότητα, ενώ η εμφάνιση της Ξένιας Καλογεροπούλου γεμίζει την οθόνη με ψυχή και καρδιά. Χωρίς να μιλάμε για σπουδαία ταινία σκηνοθετικά, ο «Απόστρατος» διαθέτει μία πρωτότυπη ιστορία και καταφέρνει να έρθει σε επαφή με τον θεατή. Δύο πράγματα που το ελληνικό σινεμά έχει ξεχάσει εδώ και κάμποσα χρόνια. Δικαίως, το κοινό καταχειροκρότησε.

Στο πρόγραμμα των επίσημων πρώτων προβολών της ελληνικής παραγωγής, η «Winona» του Αλέξανδρου Βούλγαρη χαρακτηρίζεται από τα γνώριμα προβλήματα «εναλλακτικής» αφήγησης του σκηνοθέτη. Δεν τα αποφεύγει (εκ προθέσεως, εννοείται) και εδώ. Τέσσερις νεαρές κοπέλες κάνουν την εμφάνισή τους σε μία ερημική παραλία της Άνδρου. Δεν υπάρχει ιστορία. Κάνουν μπάνιο, σπάνε πλάκα, τραγουδάνε, πειράζουν η μία την άλλη, κολυμπάνε ξανά, κάνουν αναφορές στο χολιγουντιανό σινεμά της δεκαετίας του ’80, διαφωνούν πάνω στη φιλμογραφία του Γούντι Άλεν. Στο βάθος του βουνού πίσω τους, ένα σπίτι το οποίο γίνεται σημείο αναφοράς με μία διάθεση μυστηρίου. Το τελευταίο σκεπάζει με απορίες και την παρουσία ενός jeep στην παραλία, μέσα στο οποίο βρίσκονται δύο πρόσωπα που μάλλον παρακολουθούν τα κορίτσια. Τα ερωτηματικά προσπαθούν να στήσουν μία πλοκή, αλλά διαφαίνεται πως δεν χρειάζεται να κοπιάσει με τέτοιες σκέψεις ο θεατής. Ελλείψει ενός ουσιαστικού σεναρίου, τα 88 λεπτά του φιλμ γίνονται αισθητά μέχρι το… twist συνειδητοποίησης του φινάλε. Εμμονικά αντιρεαλιστικός (τα κοχύλια ήταν μία ατυχής επιλογή που δεν επιτρέπει να εξυψωθεί εντονότερα η συναισθηματική φόρτιση της στιγμής, όταν δείτε το έργο θα το καταλάβετε αυτό), ο Βούλγαρης καταφέρνει να μετατρέψει λίγο πριν απ’ το τέλος τη «Winona» σε ένα (συνολικά) ενδιαφέρον εύρημα που αποκτά αναπάντεχη δυναμική ψυχισμού. Όλα τα κορίτσια (Ανθή Ευστρατιάδου, Σοφία Κόκκαλη, Ηρώ Μπέζου, Δάφνη Πατακιά) παίζουν σαν να ζουν πραγματικά την κατάσταση, ο Σίμος Σαρκετζής έχει κάνει «παπάδες» με το 16mm φιλμ που φέρνει στον νου εμφανισμένες σε χαρτί φωτογραφίες από τα ‘70s, ενώ η μουσική από τους Δεσποινίς Τρίχρωμη και The Boy ντύνει σωστά και προσθέτει κλίμα (γέλασα δυνατά στην αναφορά της μη δυνατότητας χρήσης του «True Blue» της Μαντόνα). Αλλά… κοχύλια;

Εν ολίγοις, από ένα δυνατό και καλό twist, ίσως και να μπορεί να σωθεί ο ελληνικός κινηματογράφος. Αρκεί να αφηγείται και μία πλήρη ιστορία, όπως μας δίδαξαν τα δύο άνωθεν παραδείγματα.