FreeCinema

Follow us
06.1113:15

Θεσσαλονίκη 59: Κι ύστερα ήρθαν οι Έλληνες…


Το πιο παρακινδυνευμένο πράγμα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ήταν ανέκαθεν… οι ελληνικές ταινίες! Δύο πολυαναμενόμενες πρεμιέρες είχαμε χθες το βράδυ, για το διαγωνιζόμενο ντεμπούτο του Στηβ Κρικρή, «The Waiter», και για το υπερφιλόδοξο «Ακίνητο Ποτάμι» του Άγγελου Φραντζή. Που βίωσα την ήττα, άραγε;

Στη Θεσσαλονίκη βλέπουμε και ελληνικές ταινίες. Ενίοτε και περισσότερες από μία την ημέρα (τη στιγμή που εσύ παρακολουθείς… μία ή καμία τον χρόνο)! Κατάλαβες τώρα γιατί κάνω μια πολύ δύσκολη δουλειά; Αν πετύχεις κάτι καλό, είναι η πιο κοντινή εμπειρία στο να σου έτυχε το Λαϊκό Λαχείο που κληρώνει τα περισσότερα εκατομμύρια ever. Νομίζω πως έγινα πλήρως κατανοητός.

Η πρώτη (αμιγώς) ελληνική παραγωγή που εντάχτηκε στο πλαίσιο του διεθνούς διαγωνιστικού τμήματος είναι το ντεμπούτο μεγάλου μήκους του Στηβ Κρικρή, «The Waiter». Προσωπικά, δεν κατάλαβα γιατί βρέθηκε εκεί! Ο Άρης Σερβετάλης υποδύεται έναν ιδιαίτερα επιμελή (στη ζωή του) και τυπικό (στο επάγγελμά του) σερβιτόρο κλασικού ζαχαροπλαστείου. Δεν έχει ιδιαίτερη επικοινωνία με τους υπόλοιπους ένοικους του δικού του ορόφου στην πολυκατοικία στην οποία μένει. Αγαπά και φροντίζει φυτά εσωτερικού χώρου, προσέχει τα παπούτσια του να είναι γυαλισμένα και στη θέση τους, η τσάκιση του παντελονιού σωστά σιδερωμένη και ανθεκτική, η φαβορίτα… στην τρίχα. Τύπος αγνώστων λοιπών στοιχείων, ονόματι Μιλάν, μένει στο απέναντι διαμέρισμα και αν τύχει και συναντηθούν στον διάδρομο θα χαιρετίσουν ο ένας τον άλλον. Αυτά. Μια νύχτα, ο σερβιτόρος θα δει έναν άγνωστο άνδρα (Γιάννης Στάνκογλου) να ανοιγοκλείνει την πόρτα του απέναντι διαμερίσματος, λέγοντάς του πως ο Μιλάν απουσιάζει κι εκείνος φροντίζει τη γάτα του. Ο ήρωας θα βρει το κομμένο χέρι του Μιλάν (το αναγνωρίζει από ένα tattoo) σε κάδο σκουπιδιών, θα σοκαριστεί, αλλά δεν θα καταγγείλει το περιστατικό στην αστυνομία. Ο απέναντι, πλέον, αρχίζει να γίνεται «της προσκολλήσεως» και επιμένει να τον καλέσει σε δείπνο. Έχει μαγειρέψει κρέας…

Αν και διαθέτει μια ενδιαφέρουσα ματιά ο Κρικρής, η πρώτη του ταινία δεν παύει να αποτελεί ένα αγχωμένο mix από άπειρες ιδέες και αναφορές, οι οποίες εμπλουτίζουν την κεντρική ιστορία (εμπνευσμένη από ένα αληθινό περιστατικό εγκλήματος που διαδραματίστηκε στη Νέα Υόρκη στα τέλη της δεκαετίας του ’80). Η φιγούρα του ήρωα θέλει να είναι κομμάτι τζαρμουσική (η μπλαζέ παρουσία, ο τόνος της φωνής και ο μερικός ναρκισσισμός του Σερβετάλη δεν αρκούν για να καλύψουν τα κενά στη σκιαγράφηση του χαρακτήρα, που έχει «ντυθεί» και αυτοσχέδιος βοτανολόγος, θυμίζοντας ακόμη εντονότερα τους μοναχικούς μελβιλικούς ήρωες), η όλη πλοκή κατά στιγμές παραπέμπει σε «Μπλε Βελούδο» (πόσο άκυρη η σκηνή στο bar με το lip-synch της «Σκλάβας» των Γιαννακόπουλου / Μουζάκη), ενώ η φονική υποπλοκή λες και έχει βγει από επεισόδιο του «Hannibal». Η σαν φαντασίωση αμφιταλάντευση του σερβιτόρου για το αν έχει όντως διαπραχθεί αυτό το… ανθρωποφαγικό έγκλημα ή όχι σήκωνε καλύτερη διαχείριση από το σενάριο, αλλά εκεί ο Κρικρής το παιχνίδι το έχει χαμένο από νωρίς, με τις κάποιες δόσεις χιούμορ να προκαλούν μονάχα το μειδίαμα αντί να σώζουν την κατάσταση (βλέπε και την εντελώς άστοχη ένθεση του ζευγαριού που συναντιέται στο ζαχαροπλαστείο και παραγγέλνει vodka, μοιάζοντας με ένα ανέκδοτο το οποίο ολοκληρώνεται χωρίς punchline). Το «The Waiter» καταλήγει σε δύο-τρία αμήχανα φινάλε, που δεν κατορθώνουν να σε βγάλουν από τη (σταδιακά αυξανόμενη) πλήξη της αφήγησης και τα αδιέξοδα του σεναρίου. Διασώζεται το ωραίο score του Coti K και οι ατμόσφαιρες της φωτογραφίας του Γιώργου Καρβέλα (ειδικά στα εσωτερικά του διαμερίσματος του σερβιτόρου και στη σεκάνς του δάσους).

Η πέμπτη ταινία μεγάλου μήκους του Άγγελου Φραντζή, από την άλλη, μας παρουσιάζει μια «επανατοποθέτηση» του σκηνοθέτη στο πλαίσιο της παραδοσιακής κινηματογραφικής αφήγησης (ευτυχώς!), με το «Ακίνητο Ποτάμι» να πετυχαίνει σε μεγάλο βαθμό τους στόχους του, παρά τις απαιτήσεις μιας τόσο υπερφιλόδοξης παραγωγής. Ο Πέτρος και η Άννα ζουν εδώ και λίγο καιρό σε μια βιομηχανική πόλη της Σιβηρίας, με εκείνον να ανήκει σε ομάδα μηχανικών που αναζητούν λύσεις για την αποφυγή οικολογικής καταστροφής σε παραπλήσιο ποταμό. Η Άννα περνά τις ώρες της τριγυρίζοντας στην περιοχή, βγάζοντας φωτογραφίες, εξερευνώντας το τοπίο και τη φύση. Μια ξαφνική αδιαθεσία της φανερώνει ότι είναι έγκυος, όμως η έναρξη της κύησης πέφτει πάνω σε ένα διάστημα στο οποίο δεν έκαναν σεξ. Η Άννα έχει αναφερθεί σε ένα σεξουαλικό όνειρο που είχε, και σε μια επίσκεψη στο σπίτι της γυναίκας που της διδάσκει τη ρωσική γλώσσα θα δει μια φωτογραφία του άνδρα που ονειρεύτηκε! Ο Πέτρος θα υποψιαστεί ότι πρόκειται περί απιστίας και θα της προτείνει την έκτρωση, εκείνη θα το σκεφτεί, αλλά μια ντόπια ομάδα φανατικών θρησκόληπτων θα την παρασύρει στην ιδέα του «θαύματος» που συντελέστηκε μέσα της και η Άννα θα αποφασίσει να κρατήσει το παιδί. Η κρίση στη σχέση του ζευγαριού μάλλον δεν έχει γυρισμό…

Politics, επιστήμη, θρησκεία, υπαρξιακά, οικολογία, είναι πολλά τα layers του σεναρίου των Φραντζή και Σπύρου Κρίμπαλη, το οποίο ο σκηνοθέτης χειρίζεται με διάθεση μυστηρίου και σασπένς, «σπάζοντάς» το με έντονες δραματικές συγκρούσεις σχεσεακής θεματολογίας. Πέραν των αμφιβολιών και της εμπιστοσύνης σε δεσμούς αγάπης, ο Φραντζής τολμάει να φτάσει το στοιχείο της πίστης μέχρι τα θρησκευτικά λημέρια μιας κοινωνίας που ζει με μη ορθολογιστικές παραδόσεις, κρίνοντας χωρίς βαριές «κορόνες» την ανθρώπινη ανάγκη για τη σωτηρία. Έχει γίνει καλό repérage, το φυσικό σκηνικό προσθέτει πολλά ως επιπλέον «πρωταγωνιστής» στο φιλμ, αλλά η μεγάλη φυσική δύναμη εδώ προκύπτει να είναι η Κάτια Γκουλιώνη, η οποία εξελίσσεται σε σημαντική κινηματογραφική φιγούρα για το ελληνικό σινεμά του σήμερα. Έχει ρόλο για να πατήσει πάνω του, ελέγχει τις διακυμάνσεις της ηρωίδας που υποδύεται, ανεβάζει (αρκετά) και κατεβάζει σωστά τους τόνους της κατά στιγμές, φέρνοντας εις πέρας ίσως την πιο απαιτητική αποστολή του «Ακίνητου Ποταμιού». Ο Ανδρέας Κωνσταντίνου είναι (όπως συνήθως) ένας καλός ερμηνευτής, απλά στην παρούσα περίπτωση δεν μου έδωσε την εντύπωση πως επρόκειτο για λειτουργικό casting. Η αφήγηση της ιστορίας κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον, παρά τη μεγάλη διάρκεια της ταινίας, όμως το φινάλε προσγειώνει απότομα τις εξαρχής πολύ καλές εντυπώσεις. Στη θέση της αμηχανίας, τούτη η δουλειά άξιζε να διαθέτει ένα ουσιαστικό κλείσιμο «λογαριασμών» με ρίσκα, τα οποία ο Φραντζής δεν πήρε. Και είναι κρίμα, γιατί μιλάμε για ένα έργο πραγματικά ασυνήθιστο (ειδικά στο πλαίσιο της ελληνικής παραγωγής), με φόντα να αντέξει και στο εξωτερικό. Το βάρος όλης της προσπάθειας το αδικεί το «φινάλε» της. Τουλάχιστον, ο σκηνοθέτης ξεπέρασε τις «πειραματικές» του αναζητήσεις. Κάτι είναι κι αυτό. Να βγαίνεις από προβολή ελληνικής ταινίας προβληματισμένος, με σκέψεις που σηκώνουν διάλογο;