FreeCinema

Follow us
11.1120:00

Θεσσαλονίκη 59: Όλα καλά;


Αποχαιρετάμε το 59ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με μερικές τελευταίες παρατηρήσεις και ταινίες. Τα βραβεία δεν αφορούν τόσο εμάς, άλλωστε. Εμείς καταγράφουμε την προσωπική μας εμπειρία και το μοναδικό κέρδος αυτής είναι η ευχαρίστηση εντός της κινηματογραφικής αιθούσης. Δεν ήταν πολλές αυτές οι (θετικές) στιγμές, αλλά θα έχουμε για πάντα το… «και του χρόνου»!

Η αίσθηση του «feelgood» είναι ένα μεγάλο επίτευγμα στο σινεμά. Καλή και η καλλιτεχνική (αρκεί να μην παραείναι «φεστιβαλική») πρόταση, όμως υπάρχει και το ζητούμενο της κάλυψης των αναγκών ενός θεατή που θα παρακολουθήσει μια κινηματογραφική παραγωγή. Είναι ένα πλαίσιο που σπάνια συνυπολογίζει μια τέτοια διοργάνωση και αυτό σηκώνει μεγάλη κουβέντα. Την προσεγγίζω από την πλευρά του «Φυγαδεύοντας τον Χέντριξ», του φιλμικού ντεμπούτου του Μάριου Πιπερίδη, το οποίο ξάφνιασε ελαφρώς με τη συμμετοχή του στο διεθνές διαγωνιστικό τμήμα. Παρατήρησα πως έγινε ένα αρεστό «talk of the town» καθώς περνούσαν οι μέρες στη Θεσσαλονίκη και δεν θα αδικήσω τους θεατές που το ξεχώρισαν. Στη διχοτομημένη Κύπρο, ένας μουσικός, που χώρισε με την γκόμενά του και δεν τον κρατά ο τόπος, πουλάει τα υπάρχοντά του ώστε να μαζέψει ένα κάποιο «χαρτζιλίκι», το οποίο θα του επιτρέψει να φτάσει μέχρι την Ολλανδία και να αναζητήσει το όνειρο μιας καριέρας. Τα σχέδιά του θα καταστραφούν με την εξαφάνιση του αγαπημένου του Χέντριξ, ενός άτακτου σκυλιού που θα περάσει στην τουρκική πλευρά της νήσου. Ο ήρωας θα το αναζητήσει, θα το εντοπίσει, αλλά θα μάθει πως τα «ζωντανά» δεν έχουν το δικαίωμα να μπαινοβγαίνουν ελεύθερα από το ένα σύνορο στο άλλο! Ο Πιπερίδης (που υπογράφει και το σενάριο) καταφέρνει να μην αντιμετωπίσει με «γραφικότητα» το θέμα του, διατηρώντας μια ωραία ισορροπία απέναντι σε μια σουρεαλιστική πραγματικότητα που πληγώνει σχεδόν ισάξια και τα δύο «αντίπαλα» μέτωπα, καθώς ακόμη και οι Τούρκοι που γεννήθηκαν στα κατεχόμενα είναι (με παράδοξο τρόπο) άνθρωποι δίχως δικό τους τόπο. Η ιστορία εξελίσσεται σχετικά προβλέψιμα, αλλά η κινηματογράφηση δείχνει επαγγελματισμό και νοιάξιμο για τον θεατή. Κύρια ένσταση, το ότι το σκυλάκι (το πραγματικό «όχημα» της αφήγησης) από κάποιο σημείο κι έπειτα μετατρέπεται σε κομπάρσος, δυστυχώς. Η παραγωγή και το σενάριο έπρεπε να έδιναν μεγαλύτερο βάρος στο τετράποδο, αναζητώντας και έναν καλά εκπαιδευμένο «πρωταγωνιστή», αλλά αυτά είναι… χολιγουντιανές ασχολίες (πού πας, ρε Καραμήτρο…)!

Με φήμη ταινιάρας και υψηλές προσδοκίες «προσγειώθηκε» (#diplhs) στο διαγωνιστικό τμήμα το δανέζικο «Den Skyldige» του πρωτοεμφανιζόμενου Γκούσταβ Μέλερ. Ολόκληρη η δράση του φιλμ τοποθετείται σε ένα μικρό γραφείο της Άμεσης Δράσης, με αστυνομικό που απαντά σε τηλεφωνικές κλήσεις πολιτών να δίνει ένα είδος «αγώνα δρόμου» για να σώσει τη ζωή απαχθείσας γυναίκας η οποία επικοινωνεί μαζί του μέσω του κινητού της, από το εν κινήσει βανάκι του επίδοξου δολοφόνου (;) της. Ο Μέλερ δεν χάνει τον έλεγχο της αφήγησής του στα 85 λεπτά που διαρκεί η ταινία, όμως η ιστορία βασίζεται σε μια-δύο «ανατροπές» οι οποίες είναι μάλλον αδύναμες για να υποστηρίξουν ουσιαστικά την ένταση, ενώ η υποπλοκή της επερχόμενης δίκης του αστυνομικού (ακριβώς το επόμενο πρωί), που ενδέχεται να του κοστίσει τη θέση του στο Σώμα, αντί να βοηθά μάλλον δυναμιτίζει το σενάριο (για να μην πω ότι έδινε πάσες για κάτι σαφώς πιο δραματικά ενδιαφέρον ως πλοκή). Τουλάχιστον, ο Γιάκομπ Σέντεργκρεν έχει μια δυναμική παρουσία στον σχεδόν μοναδικό ρόλο τούυ φιλμ, το οποίο μάλλον δεν βαριέσαι αλλά δεν σε συναρπάζει κιόλας.

Ελληνική υπερηφάνεια γέμισε το ΟΛΥΜΠΙΟΝ στην προβολή του «Le Monde est à Toi» του Ρομάν Γαβράς, μια ταινία απλά ψυχαγωγική, κάτι σαν… Γκάι Ρίτσι του φτωχού, ειδικά σε ευρηματικότητα. Η βασική ιστορία είναι ολίγον εξωφρενική, αλλά όχι περισσότερο από τις crime περιπέτειες που γύριζε στην Αγγλία ο προαναφερθείς (βλέπε «Snatch», για παράδειγμα). Γόνος κορυφαίας απατεώνισσας επιχειρεί να πιάσει την καλή με ένα νόμιμο deal για πρώτη φορά στη ζωή του, έτσι ώστε να αποκτήσει ένα λαϊκό, δικό του σπιτικό… με πισίνα. Η μανούλα δεν θα χρηματοδοτήσει, άρα εκείνος πρέπει να πιάσει γερή μπάζα από δοσοληψία ναρκωτικών για λογαριασμό psycho ρεντίκολου που χαλάει την πιάτσα. Όλα θα πάνε στραβά, φυσικά, με το σενάριο να χάνει σταδιακά την ισχύ του, καταλήγοντας σε ένα βαρυφορτωμένο γλέντι παρεξηγήσεων που δεν σου μένει στο μυαλό για αρκετή ώρα μετά το τέλος της προβολής. Η μικρούλα κόρη του Άγγλουρα έμπορου ναρκωτικών κλέβει εύκολα την παράσταση, ενώ η τόσο «τραβηγμένη» Ιζαμπέλ Ατζανί σε λίγο καιρό θα μοιάζει περισσότερο με ώριμη version της Σοφί Μαρσό παρά με τον θρυλικό εαυτό της.

Τα χειρότερα στερεότυπα του «γυναικείου» σινεμά συνάντησα σε δύο ταινίες του διεθνούς διαγωνιστικού. Στο γερμανικό «Alles ist Gut» της πρωτοεμφανιζόμενης Έβα Τρόμπις (φωτό 1), η ηρωίδα πέφτει θύμα βιασμού από συνεργάτη του εκδότη που πρόκειται να την προσλάβει, δεν λέει σε κανέναν τίποτα (ούτε καν στον σύντροφό της, προφανώς) και… μάντεψε τι της συμβαίνει μετά από μερικές εβδομάδες! Αυτό που ξεκινά σαν ένα δράμα αφύπνισης για τις συμπάσχουσες που κάποτε πρέπει να αρχίσουν να μιλάνε ανοιχτά για την κακοποίηση, εξελίσσεται σε μια αδιέξοδη υπερβολή από κλισέ που δίνει μάλλον «κακό όνομα» στο «είδος» των φιλμ που σκηνοθετούν γυναίκες σήμερα. Ήδη δεν θυμάμαι πώς τελείωνε (αν και παίζει να… μην είχε φινάλε, τώρα που το ξανασκέφτομαι)! Ακριβώς παρόμοια και τα συμπτώματα στο ελληνικό «Η Δουλειά της» του Νίκου Λαμπό (φωτό 2), με μοναδική διαφορά την ανδρική υπογραφή σε σκηνοθεσία και σενάριο. Εδώ, η Παναγιώτα είναι μια γυναίκα αγράμματη, «από χωριό», η οποία ωρίμασε εντός του νοικοκυριού και του ρόλου της ως συζύγου και μητέρας, αλλά υποχρεώνεται να δουλέψει καθαρίστρια σε mall για να ζήσει τα τρία στόματα που την περιμένουν στο σπίτι, με πρώτο και καλύτερο τον άνεργο και απαιτητικότατο άντρα – «πασά» του καναπέ. Τίγκα στο στερεότυπο κι εδώ, με την ηρωίδα να μπερδεύει την ευγένεια με τη δουλοπρέπεια σε κάθε τομέα της ζωής της. Το σενάριο δεν στήνει καν μια ιστορία με εξέλιξη και κοινωνικά συμπεράσματα, είναι σαφής η αναφορά στο σινεμά του Στεφάν Μπριζέ (και το «Ο Νόμος της Αγοράς»), με αποκορύφωμα αδυναμίας το (ενοχλητικό πλέον) «χούι» των ελληνικών παραγωγών (και σεναριογράφων) να σε παρατάνε σύξυλο με τα end credits και… έξω απ’ την πόρτα! Κι ύστερα απορούν γιατί αυτά τα φιλμ κόβουν από 500 έως (εάν είναι τυχεροί) 5.000 εισιτήρια. Δεν τα λέω εγώ, ο «κακός», τα ταμεία τα λένε…

Αντί επιλόγου, όποια κι αν είναι τα βραβεία, το σινεμά αφήνει αναμνήσεις μέσα μας στην αίθουσα. Αυτές δικαιώνουν την αντοχή ενός έργου στο πέρασμα του χρόνου. Στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης δεν είδαμε πολλά σπουδαία πράγματα εφέτος. Όπως είπα ξανά και στο πρώτο κείμενο για την 59η διοργάνωση, το timing είναι ένα σοβαρό εμπόδιο. Ακόμη σοβαρότερο ρόλο, όμως, παίζει ο προγραμματισμός. Η πρόταση που έχεις να κάνεις στο κοινό σου. Ο προσανατολισμός θέλει ιδιαίτερα προσεκτικό χειρισμό. Διότι ένα φεστιβάλ τόσων δεκαετιών, ακόμη κι αν μάθεις να χειρίζεσαι το «τιμόνι» του, δεν είναι σωστό να το βάζεις σε… «αυτόματο πιλότο». Τα ξαναλέμε… και του χρόνου!