FreeCinema

Follow us
05.1123:00

Θεσσαλονίκη 58: Εκπλήξεις… απ’ τον τόπο σου!


Το 58ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης ξεκίνησε με μια θετική αύρα οργάνωσης και αισθητικής, κάπου χλιαρό σε ταινίες, αλλά με μικρούς, ευχάριστους αιφνιδιασμούς από… ελληνικής άποψης! Μάλλον πιάνει τόπο το «restart». Ή έστω διαφαίνεται ο σεβασμός στην ευθύνη του πράγματος.

Όπως έγραφα και πέρσι, κατόπιν μιας σχετικά μεγάλης απουσίας μου από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ένα κείμενο «αποστολής» σε μια τέτοια διοργάνωση έχει πολλούς και διαφορετικούς τρόπους για να πλησιάσει ή να αφορά τον αναγνώστη. Υποχρέωση να συντάσσω «εθιμοτυπικά» κείμενα (περισσότερο συνηθισμένα στον ημερήσιο Τύπο) δεν έχω καμία. Ούτε καν την υποχρέωση να τηρώ κάποιο πρόγραμμα παρακολούθησης προβολών με «ρεπορταζιακό» στιλ. Βρίσκομαι και φέτος στην πόλη της Θεσσαλονίκης για να παρατηρώ τον τρόπο λειτουργίας και την αποτελεσματικότητα της διοργάνωσης, λες και είμαι κι εγώ ένας… απλός θεατής (διότι αυτό είμαι πρωτίστως). Και κατόπιν, δοκιμάζομαι κι εγώ… στην τύχη, επιλέγοντας ταινίες που ταιριάζουν με το timing, που ίσως κάτι έχουν να μου πουν ή έχω τη περιέργεια να δω. Ζω το φεστιβάλ, δεν το ακολουθώ στερεοτυπικά.

Το 58ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης ξεκίνησε όμορφα, με την αισθητική των αφισών και των promo videos του Μπάμπη Μακρίδη. Χάρηκα ιδιαίτερα που η διοργάνωση πήρε την πρωτοβουλία να εντάξει εκεί και δύο νέες (επί της οθόνης) ανακοινώσεις για τη (μη) χρήση των κινητών τηλεφώνων μέσα στις αίθουσες, στο ύφος της «Choose Your Frame» καμπάνιας (κυριολεκτικά ραγδαία η μείωση των ενοχλητικών ringtones!). Χάρηκα που είδα να υπάρχει μεγαλύτερη ετοιμότητα σε κάθε κομμάτι της οργάνωσης, δίχως (για παράδειγμα) τα περσινά «παρατράγουδα» της καθυστερημένης διανομής του (τυπωμένου) προγράμματος προβολών. Χάρηκα που είδα την Ελίζ Ζαλαντό και τον Ορέστη Ανδρεαδάκη πανταχού παρόντες στην πόλη και τις προβολές, σαν να τρέχουν για κάτι πραγματικά δικό τους, πια. Ένα παραπανίσιο νοιάξιμο διαφαίνεται. Και ωριμάζει, με έναν αέρα σωστό στην ατμόσφαιρα…

Ξεκίνησα με την επιστροφή του Τώνη Λυκουρέση, την «Επαφή», του οποίου το «Σκλάβοι στα Δεσμά τους» είχε σαρώσει τα… τελευταία Κρατικά Βραβεία, το 2008. Στο σήμερα τοποθετείται η τωρινή ταινία του, με ένα σχεδόν σπονδυλωτό σενάριο που παρακολουθεί τους ήρωές του να βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε διαφορετικά ασανσέρ της Αθήνας (και στο τελεφερίκ που οδηγεί στο Λυκαβηττό) κατά τη διάρκεια ενός μεγάλου σε διάρκεια blackout. Δύο eco-terrorists, μια μάνα σε απόπειρα φυγής από την κόρη της, δύο μετανάστες… διαφορετικής γενιάς και προέλευσης, ένας τραυματιοφορέας κι ένα πτώμα, ένα νεαρό ζευγάρι που ήθελε να δει τη θέα της πόλης από ψηλά. Ο εγκλεισμός αυτός τι θα φέρει στις ζωές τους και πόσο μπορεί να επιδράσει στις μετέπειτα επιλογές τους; Ενδιαφέρουσα ιδέα, μάλλον χαμένη ευκαιρία εξαιτίας του τρόπου ανάπτυξης (και κατάληξης) της κάθε ιστορίας, που έστω κυλά χωρίς να ενοχλεί, χάρη στην έμπειρη ματιά του Λυκουρέση και στον τρόπο που το μοντάζ χειρίζεται την αφήγηση, ακολουθώντας παράλληλα τη δράση από κάθε ασανσέρ. Το νεαρό ζευγάρι που παίρνει επάνω του την αισιόδοξη αύρα του φινάλε είναι ίσως (και) η πιο σωστή επιλογή ολόκληρου του φιλμ.

Το «Tom of Finland» του Ντόμε Καρουκόσκι (από το Τμήμα των Special Screenings) αποτελεί τη φετινή πρόταση της Φινλανδίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ. Αν και το θέμα φαντάζει κάπως… risky (η βιογραφία του ονομαστού καλλιτέχνη που έσπασε πολλά taboo με τα φετιχιστικά homoerotic σχέδιά του, τα οποία ταυτίστηκαν ιδιαίτερα με την κουλτούρα του leather και των bikers), η προσέγγιση παραείναι mainstream (τη λες και «ακαδημαϊκή») για το σχετικό genre, με το φαντασιακό στοιχείο οπτικοποίησης μερικών «ηρώων» της εικονογραφίας του Τούκο Βάλιο Λαακσόνεν να μένει ανεκμετάλλευτο και διόλου ουσιώδες. Μονάχα το φροντισμένο επίπεδο παραγωγής και η ανασύσταση περιόδου δικαιολογούν την εκλογή του φιλμ από την πατρίδα του.

Δικαιολογημένα θερμή η υποδοχή του κοινού, που καταχειροκρότησε το ντοκιμαντέρ (και πρώτη μεγάλου μήκους δουλειά) του Λευτέρη Χαρίτου «Dolphin Man», ένα από τα πιο σωστά, επαγγελματικά και άξια να ταξιδέψουν και σε διεθνείς μεγάλες οθόνες doc, που δεν έχει κάτι να ζηλέψει από ξένες παραγωγές, footage ή πληρότητα αφήγησης. Ο Ζαν-Μαρκ Μπαρ εκτελεί εδώ χρέη αφηγητή και ουχί πρωταγωνιστή όπως το 1988, όταν δηλαδή υποδύθηκε τον φημισμένο πρωταθλητή των ελεύθερων καταδύσεων Ζακ Μαγιόλ. Το ντοκιμαντέρ απομακρύνεται από την «παραμύθα» του «Απέραντου Γαλάζιου» του Λικ Μπεσόν και παρουσιάζει ένα λαϊκό ίνδαλμα που αγάπησε βαθύτατα αυτό που έκανε, έψαξε τεχνικές βελτίωσης μέσα από κουλτούρες διαφορετικών πολιτισμών και επέλεξε την αυτοχειρία όταν ένιωσε ότι δεν μπορούσε να δώσει κάτι παραπάνω (ή να ξεπεράσει τις δυνατότητες του εαυτού του, σωματικά και ψυχικά). Ως ταινία τεκμηρίωσης μπορεί να μην έχει να προτείνει κάτι το καινούργιο ή πρωτότυπο, όμως το αποτέλεσμα δείχνει γνώση, έρευνα και υπευθυνότητα. Από τις θετικές εκπλήξεις του φετινού φεστιβάλ.

Με το αγγλόφωνο «True Crimes» του να παραμένει μυστηριωδώς εξαφανισμένο σε ολόκληρον τον πλανήτη από το 2016, ο Αλέξανδρος Αβρανάς «προσγειώνεται» ξανά στα πάτρια εδάφη, σκηνοθετώντας το «Love Me Not», ένα ελαφρώς μυστηριώδες δράμα σχέσεων που θα μπορούσε να φλερτάρει με το θρίλερ, αλλά καταλήγει σε φάρσα (με την κακή έννοια) αναληθοφάνειας. Εύπορο (φαινομενικά) ζευγάρι υποδέχεται στην οικία του μια νεαρή κοπέλα που (δια συμβολαίου) έχει συμφωνήσει να γίνει παρένθετη μητέρα. Η εξέλιξη φέρνει στον νου τις ακραίες προσεγγίσεις τού (μεγαλο)αστικού βίου όπως τις έχει… ξεχειλώσει εδώ και χρόνια ο Φρανσουά Οζόν, παλαιότερα με ακόμη πιο αναρχικούς τόνους χιούμορ (από την εποχή του «Sitcom», για παράδειγμα). Ο Αβρανάς, όμως, προτιμά ένα πιο εστετίστικα στυλιζαρισμένο βλέμμα «προκάτ» νοσηρότητας, η οποία αγκομαχά για να δείξει συνεπής στο σύνολο του φιλμ. Σαφώς η πιο αδύναμη στιγμή του σκηνοθέτη. Το έθεσα όσο πιο ευγενικά μπορούσα…

Πολύς λόγος είχε γίνει για το βρετανικό «God’s Own Country» του Φράνσις Λι (από το Τμήμα των Ανοιχτών Οριζόντων), που μας ήρθε (από το Φεστιβάλ Βερολίνου) με τη φήμη ενός νέου (wannabe) «Brokeback Mountain». Νεαρός κτηνοτρόφος με ομοφυλοφιλική δραστηριότητα βλέπει στο πρόσωπο ενός Ρουμάνου μετανάστη και εποχικού εργάτη φάρμας στο Γιόρκσαϊρ τις προοπτικές ενός μόνιμου εραστή. Η σχέση θα αναπτυχθεί εντελώς προβλέψιμα, ενώ ο θεατής παρακολουθεί ταυτόχρονα πώς γίνεται το τυρί, πώς ξεγεννάς ένα πρόβατο ή πώς το γδέρνεις, επίσης. Μερικά λεπτά της προβολής συνοδεύτηκαν από το ενοχλητικό χτύπημα συναγερμού εντός του Ολύμπιον, ακολούθησε διακοπή μερικών λεπτών και, αν πιστέψουμε σε κάτι που λέγεται «πεπρωμένο», μάλλον μας έλεγε να εγκαταλείψουμε το υπόλοιπο φιλμ. Κακώς δεν έπραξα αναλόγως…

Πλάκα-πλάκα, η ταινία (μυθοπλασίας) που χάρηκα περισσότερο μέχρι στιγμής, μάλλον αναπάντεχα, ήταν το «DIY»«Do It Yourself») του Δημήτρη Τσιλιφώνη, ένα σκηνοθετικό ντεμπούτο που φέρνει στο προσκήνιο ένα όνομα με υψηλές προοπτικές! Εκτός διαγωνιστικού, όχι αυτό που αποκαλείς «φεστιβαλικό» φιλμ δηλαδή, αλλά με φρεσκάδα και μάτι πίσω από την camera. Πάνω απ’ όλα, ο Τσιλιφώνης πετυχαίνει να γυρίσει μια crime movie που κατανοεί τη σημασία της ειρωνείας, δίχως να υποβιβάζει το genre στο πλαίσιο μιας «κανιβαλιστικής» Β-movie (όπως έχουμε δει αρκετές φορές στην Ελλάδα προσφάτως). Αξιοποιώντας στο έπακρο τον σκηνικό του χώρο, στήνει μια πλεκτάνη εγκληματικού παρασκηνίου που περνάει από τον υπόκοσμο, τα media, το διαδίκτυο μέχρι και τη βιομηχανία του πορνό, με χιούμορ που δεν λαϊκίζει (ακόμη και όταν χρησιμοποιεί τη φιγούρα του Mikeius!) και μπορεί να αφορά και ενήλικους αλλά και νεαρότερους θεατές. Με ένα λίγο πιο σφιχτό μοντάζ (σε τμήματα επανάληψης της δράσης από άλλη σκοπιά), θα απογειωνόταν ακόμη περισσότερο. Όσοι ήταν παρόντες στην προβολή, πάντως, έδειξαν να το καταδιασκέδασαν. Παραδόξως, ελάχιστοι «έπιασαν» κάποιες σινεφιλικές αναφορές της ταινίας, γεγονός που με προβλημάτισε διότι βρισκόμασταν σε κινηματογραφικό φεστιβάλ. Τροφή για μεγάλη κουβέντα αυτό το τελευταίο…