FreeCinema

Follow us
13.1118:00

Θεσσαλονίκη 58: Ταινίες που περάσατε από εκεί…


To 58ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης είναι μια ευχάριστη ανάμνηση, πλέον. Αυτές ήταν οι τελευταίες ταινίες που παρακολούθησα εκεί, μαζί με μια ξεχωριστή συνάντηση με Έλληνες διευθυντές φωτογραφίας που ήθελαν να μας πουν πόσο αγαπούν το CinemaScope. Για ανθρώπους που αγαπούν το σινεμά. Με απόντες τους δημοσιογράφους. Σύσσωμους. Ε, δεν ήτανε δα και η συνέντευξη Τύπου της ΕΡΤ…

Μπορεί να μην είδαμε ταινιάρες στο φετινό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (ήταν κάτι που άκουγες συχνά από ανθρώπους τους οποίους ρωτούσες, μπας και άλλαζες το πρόγραμμά σου…), όμως δεν υπήρξε δυσαρέσκεια για την όλη διοργάνωση, δεν υπήρχε αυτό το άσχημο κλίμα ενός παρελθόντος όπου το παρασκήνιο, το κουτσομπολιό και οι «κακίες» περνούσαν μπροστά και από τα φιλμ ακόμη. Υπήρχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον ενασχόλησης με τις ίδιες τις ταινίες, λοιπόν. Και αυτό είναι μια επιπλέον επιτυχία. Τα υπόλοιπα είναι ένα… ρίσκο, ετήσιο. Το πώς θα «σου κάτσει» η χρονιά, το τι παραγωγές θα υπάρχουν διεθνώς για να «ψαρέψεις» και να φέρεις. Το κοινό, πάντως, έδειχνε να το χαίρεται, ένιωθες τη χαρά του γι’ αυτό που συμβαίνει στην πόλη. Ήταν για όλους μας μια «φυγή», αυτές οι ώρες που «χάσαμε» μέσα στις σκοτεινές αίθουσες…

Το «σκοτεινό» ταιριάζει στην ψυχή του βρετανικού «Beast» του Μάικλ Πιρς (από το Διεθνές Διαγωνιστικό). Ντεμπούτο μεγάλου μήκους, αυτό το ψυχολογικό θρίλερ παρακολουθεί τη ζωή μιας καταπιεσμένης από την οικογένειά της νεαρής κοπέλας που αναζητά τρόπους να (απ)ελευθερωθεί από τους γύρω της, αν όχι και από τον ίδιο το χαρακτήρα της, που κουβαλά σημάδια έκρυθμης συμπεριφοράς και ενδεχόμενα μυστικά. Θα γνωρίσει τον πιο ατίθασο outsider της μικρής παραθαλάσσιας πόλης στην οποία κατοικούν, θα φλερτάρει μαζί του, θα αγαπηθούν, αλλά οι υποψίες των Αρχών που τον βλέπουν ως βασικό ύποπτο για τις εξαφανίσεις / δολοφονίες κοριτσιών στην περιοχή, θα τους οδηγήσουν σε δραματικά ξεσπάσματα. Το φιλμ εξερευνά το «κτηνώδες», ένα αρχέγονο ένστικτο που φέρει μέσα του το ανθρώπινο είδος, τις συγκρούσεις με έναν «πολιτισμένο» εξαναγκασμό στην καθημερινότητά μας, δίχως να κρίνει τη… ρίζα τού κακού ως κάτι το πραγματικά εγκληματικό. Ενδιαφέρουσα προσέγγιση, πολύ καλές ερμηνείες (κυρίως από την Τζέσι Μπακλεϊ), ίσως αναμενόμενο το twist στην πλοκή, αλλά δεν παρουσιάζεται ακριβώς στερεοτυπικά.

Η «Πολυ ξένη» της Δώρας Μασκλαβάνου βασίζεται σε μια ιστορία απανθρωπιάς, στοιχείου που χαρακτηρίζει ακόμη καλύτερα το είδος μας. Η ομώνυμη ηρωίδα υιοθετείται στο νεκροκρέβατο του «πατέρα» που τη μεγάλωσε, ως κληρονόμος της οικογενείας συντροφεύει τη «μητέρα» της δίχως τη διάθεση να «νοικοκυρευτεί» μέσω συνοικεσίου, στη ζωή της σπάνια λαχταρά το φευγιό από την οικία τους, όμως η περιουσία που της ανήκει, πια, δεν γίνεται να περάσει απαρατήρητη από το υπόλοιπο σόι ή τους στενούς «φίλους» που καραδοκούν. Θα διαπράξει και το «αμάρτημα» να φλερτάρει με έναν φτωχό Τούρκο, ενάντια σε ταξικά επιτρεπτές συμπεριφορές. Ξεκινά αξιοπρεπέστατα τούτο το δράμα περιόδου, όμως σταδιακά εγκλωβίζεται… τηλεοπτικά (με μια εμμονή σε εσωτερικούς χώρους, προφανώς λόγω budget). Επιπλέον, το φιλμ δεν τολμά να αναλύσει βαθύτερα την ψυχοσύνθεση της Πολυξένης (όσα flashback και να περάσουν από μπροστά μας…), όσο κι αν το παλεύει ερμηνευτικά (κι άφοβα σε πλείστα κοντινά) η Κάτια Γκουλιώνη, η οποία σολάρει μεν, ελαφρώς μονοδιάστατα δε.

Η πιο διασκεδαστική στιγμή του φετινού φεστιβάλ σίγουρα ήταν η προβολή του «The Disaster Artist» του Τζέιμς Φράνκο, μια βιογραφική σάτιρα παρασκηνίων για τη γέννηση και τα γυρίσματα μιας από τις χειρότερες ταινίες όλων των εποχών, του «The Room» (2003). Οι θεατές έκαναν τέτοιο πανηγύρι που θύμισε παλιές… καλές εποχές δεύτερου εξώστη (χωρίς μεγαλόφωνα σχόλια, όμως), έπεσε χειροκρότημα, έπεσε δυνατό γέλιο, ξεδώσαμε στο πλαίσιο ενός σινεφιλικού τρολαρίσματος, όμως ο Φράνκο δεν πετυχαίνει κάτι πιο ουσιαστικό, ως κριτική της βιομηχανίας του θεάματος στην οποία ανήκει και ο ίδιος. Η αλήθεια είναι πως οι πιο πετυχημένες στιγμές της ταινίας αφορούν τις αστοχίες των γυρισμάτων ή μια κυριολεκτική αντιγραφή των σκηνών του «The Room» (μάλιστα, στο φινάλε παρακολουθούμε και μια screen to screen παράλληλη σύγκριση πλάνων, έως και ήχου, από το original φιλμ και την «αναπαράστασή» του!), με το αστείο να είναι τόσο προφανές και εύκολο. Ήλπιζα σε κάτι περισσότερο.

Το Σάββατο το πρωί έλαμψαν… δια της απουσίας τους οι εκπρόσωποι του Τύπου από την απολαυστική κουβέντα που έγινε στην αίθουσα του Παύλου Ζάννα από την Ένωση Ελλήνων Κινηματογραφιστών (GSC), με θέμα «2.39:1: Το Ελληνικό Σινεμά Επανέρχεται στο Σινεμασκόπ» και συντονιστές τους διευθυντές φωτογραφίας Χρήστο Καραμάνη και Αργύρη Θέο. Παρουσιάστηκαν αποσπάσματα από πρόσφατες ελληνικές παραγωγές («Νορβηγία», «Τετάρτη 04:45», «Suntan», «Chevalier», όλες τους δουλειές του πρώτου), από το «Η Πόλη Ποτέ δεν Κοιμάται» (1984) του Ανδρέα Τσιλιφώνη (φιλμ που είχε «επαναστατήσει» με αυτό το format στην εποχή του), καθώς και μια εξαιρετικά κατατοπιστική σύγκριση λήψεων με διαφορετικούς φακούς, ώστε να καταλάβει ο κάθε θεατής μερικές από τις αιτίες επιλογής της χρήσης τους. Αλλά αυτά τα πράγματα αφορούν εκείνους που αγαπούν την τέχνη του κινηματογράφου, δεν βγάζουν ρεπορταζάκι μπάχαλου, όπως έγινε στη συνέντευξη Τύπου της ΕΡΤ, στην οποία παρέστη κάθε πικραμένος της ντόπιας κινηματογραφίας. Aloha from me to you!

Η τελευταία ταινία του Διεθνούς Διαγωνιστικού κουβαλούσε τη φήμη μιας καλά κρυμμένης «έκπληξης», αλλά δίχασε αρκετά το κοινό. Το «Vinterbrødre» του Ισλανδού Χλίνουρ Πάλμασον παρακολουθεί στιγμές της καθημερινότητας δύο αδελφών που εργάζονται σε ένα εργοστάσιο επεξεργασίας ασβεστόλιθου σε μια μικρή πόλη της Δανίας. Επειδή αισθάνθηκα μάλλον αμήχανα με το φιλμ, ας χρησιμοποιήσω το κείμενο του προγράμματος: «Η παθιασμένη και παθογενής σχέση τους δεν χωράει σε λόγια και δεν μεταφράζεται σε πράξεις, γι’ αυτό και ο σκηνοθέτης την περιγράφει μέσα από εκθαμβωτικά κάδρα, σε μια βραδυφλεγή και αγωνιώδη αφήγηση για τους ατέλειωτους χειμώνες των οικογενειακών δεσμών». Κατηγορήστε με για υπεκφυγή! Τιμήθηκε με το βραβείο σκηνοθεσίας, πάντως. Και έτυχε και κάποιας μνείας για την ηχητική μπάντα. Εγώ ένιωσα ημικρανία.

Με γιορτή έμοιαζε η προβολή της νέας ταινίας του Σταύρου Τσιώλη, «Γυναίκες που Περάσατε από Δω», η οποία συγκέντρωσε στο Ολύμπιον το πιο ετερόκλητο δείγμα από «διασημότητες» της ελληνικής κινηματογραφίας αλλά και του πολιτικού χώρου. Με ένα σενάριο που θύμιζε περισσότερο «μπεκετική» πρόζα θεατρικού έργου παρά κινηματογράφο, η camera παρακολουθεί το πέρασμα διαφορετικών χαρακτήρων από ένα δρομάκι όπου στέκονται δύο άνεργοι ενήλικες, δήθεν πουλώντας κουλούρια, ενώ στην πραγματικότητα φυλάνε τσίλιες μπας και περάσει και… η Πολεοδομία και ρίξει πρόστιμα για αυθαίρετες εργασίες σε παρακείμενο σπίτι! Εάν δεν μιλούσαμε για ταινία του Τσιώλη, θα είχαμε παραπάνω ενστάσεις για να δεχτούμε αυτό που παρακολουθήσαμε. Είναι, όμως, η γραφή αυτού του ανθρώπου, οι ατάκες, το χιούμορ, το ιδανικό παίξιμο του Κωνσταντίνου Τζούμα και του Ερρίκου Λίτση, που σε ακουμπούσαν με μια αφελή αυθεντικότητα, ώστε στο φινάλε να αισθάνεσαι μια παράξενη ευφορία. Δεν κατάλαβα τη χρησιμότητα της ένθεσης μικρών σκηνών από προηγούμενα φιλμ του Τσιώλη, θα έλεγα ότι περισσότερο έμοιαζε με… «μνημόσυνο» για τον σκηνοθέτη, ο οποίος είναι ολοζώντανος, έτοιμος να συνεχίσει να κάνει σινεμά και να αφηγείται ιστορίες ή ανεκδοτολογικά στιγμιότυπα ενός κόσμου λαϊκού και γνήσια ελληνικού.

Με λίγα λόγια, πέρασα όμορφα στο 58ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (και όλοι γνωρίζουν ότι δεν είμαι ο ευκολότερος άνθρωπος από τον οποίο θα περίμενες να ακούσεις μια τέτοια «ετυμηγορία»…). Κάτι αλλάζει εκεί πάνω, όντως. Και θέλει δουλειά ακόμη, και κόπο. Αλλά αξίζει να ζήσει (ακόμη) καλύτερες μέρες αυτός ο θεσμός. Ευελπιστώ. Ευχαριστώ όλα τα παιδιά που δούλεψαν για εμάς κι εφέτος. Και περιμένω να έρθει το 2018…