FreeCinema

Follow us
08.1112:02

Θεσσαλονίκη 58: Hip to be «Square»? (Not.)


Ενώ στην Αθήνα το… clickbait μπάχαλο με το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου και τα όποια αντίπαλα μέτωπα καλά κρατεί (και απασχολεί μονάχα εκείνους που περιμένουν λεφτά ή διαδικτυακά hits), στο 58ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης οι πάντες δείχνουν να ασχολούνται περισσότερο με τις ταινίες. Αν και δεν ήταν απαραίτητα μια καλή χρονιά για την παγκόσμια παραγωγή…

Υπάρχει μια ενδιαφέρουσα άνεση και μια κάποια σιγουριά στο 58ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Τα πράγματα κυλάνε. Χωρίς ίντριγκες, τσακωμούς και παρασκήνια. Φαίνεται πως το πρώτο ζητούμενο της φετινής διοργάνωσης (αλλά και των θεατών) είναι οι ταινίες. Και αυτό δείχνει σοβαρές προθέσεις. Ο μηχανισμός δουλεύει σωστά. Αλλά η χρονιά δεν ήταν και η καλύτερη για το παγκόσμιο σινεμά. Μάλλον. Έτσι, οι ταινίες καταναλώνονται, χωρίς όμως να διαφαίνεται κάπου ο έντονος ενθουσιασμός. Το αντιλαμβάνεσαι στο κάπως «υποχρεωμένο» χειροκρότημα ή στα σχόλια που ακούς έξω από τις αίθουσες.

Το «Aus dem Nichts» του Φατίχ Ακίν (από τα Special Screenings), για παράδειγμα. Γυναίκα χάνει σύζυγο και ανήλικο παιδί από βομβιστική επίθεση νεοναζί στη Γερμανία. Η αστυνομία ανακαλύπτει τους ενόχους, ξεκινά ο δικαστικός αγώνας και… ο θεατής έχει μια κάποια σιγουριά για την έκβασή του, διότι γνωρίζει ότι παρακολουθεί μελόδραμα. Μετά την ετυμηγορία, το σενάριο και ο προσανατολισμός του έργου χάνουν τ’ αυγά και τα πασχάλια, καταδικάζοντας το σύνολο μιας δουλειάς που θυμίζει ιδιαίτερα mainstream αμερικανικές παραγωγές με παρόμοια θεματολογία (θα ονομάτιζα ως σχετικά πρόσφατη περίπτωση το «The Brave One» του Νιλ Τζόρνταν, στο οποίο επίσης έχουμε ηρωίδα τόσο έντονα τραυματισμένη από την απώλεια του συντρόφου της), αλλά με «κερασάκι» το ζήτημα των μεταναστών, του ρατσισμού και του γερμανικού διχασμού που πατά πάνω σε «φαντάσματα» πατριδολατρείας που φτάνουν μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (προφανώς). Η Ντιάνε Κρούγκερ γίνεται ο πραγματικός στυλοβάτης της ταινίας, που αποτελεί και την πρόταση της Γερμανίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ. Η σύντομη εμφάνιση του Γιάννη Οικονομίδη ήταν ένα ωραίο εύρημα (σχεδόν αποκλειστικά για το ελληνικό κοινό), αλλά και επισημαίνει με σχεδόν χιουμοριστικό τρόπο τα τόσο σχηματικά πορτρέτα του κάθε ρόλου.

Μια ευχάριστη οπτική ανάπαυλα ήταν το «Laissez Bronzer les Cadavres» των Μπρουνό Φορζανί και Ελέν Κατέ (από το Τμήμα των… σχεδόν μεταμεσονύκτιων προβολών), ένα ντελιριακό κράμα από «Sexy Beast», spaghetti western και ψυχεδέλεια σεβεντίλας. Πολύ πιο λειτουργικό από το διάσημο «Amer» (2010) του σκηνοθετικού ζεύγους, που έπαιζε με την giallo αισθητική, τούτο εδώ είναι ένα έργο genre αναφοράς το οποίο δεν αντέχει να σταθεί στα πόδια του και στα 90 λεπτά που διαρκεί, αλλά τουλάχιστον είναι απολαυστικό και εμπνευσμένο από άποψης κάδρων και μοντάζ. Μια συμμορία κλέβει ένα φορτίο χρυσού σε μεσογειακό θέρετρο, έχει βρει το τέλειο κρησφύγετο, αλλά ο σαματάς και οι κόντρες των μελών της δεν θα αργήσουν, δίπλα στην εμφάνιση απρόσκλητων επισκεπτών (και με στολές αστυνομικών). Ο Ένιο Μορικόνε έδινε κι έπαιρνε στο score και κάπου αισθανόσουν ότι ήταν κρίμα που δεν πήγανε στα Μάταλα για γυρίσματα…

Μετά από μια μακρά φεστιβαλική πορεία στο εξωτερικό, ήρθε η ώρα να δούμε κι εμείς την ταινία της Ελίνας Ψύκου «Ο Γιος της Σοφίας». Στην περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, το 2004, ο εντεκάχρονος Μίσα καταφθάνει στην Αθήνα για να ζήσει και πάλι με τη μητέρα του, δίχως να γνωρίζει ότι ο ηλικιωμένος κύριος που τους φιλοξενεί στο σπίτι του είναι ο νέος της σύζυγος. Φιλμ «δωματίου», το οποίο εκμεταλλεύεται στο έπακρο το εσωτερικό της οικίας του κυρίου Νίκου (Θανάσης Παπαγεωργίου), ενός γερασμένου «παραμυθά» της τηλεόρασης που κρύβει στο υπόγειό του έναν μαγικό κόσμο από props, το έργο διαθέτει πληθώρα ευρημάτων για να σε ψυχαγωγούν κατά στιγμές, αλλά η απουσία μιας ιστορίας που θα οδηγήσει κάπου τα πράγματα γίνεται ενοχλητικά ορατή σταδιακά, για να καταλήξει σε ένα κατατονικό σύνολο που δεν την παλεύει για να σωθεί με αυτό το «ονειρικό» φινάλε. Γενικά, ωραίο είναι να υπάρχουν σκηνές με εξυπνάδα και δυνατή εικονογραφία, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι το σύνολο αυτών των σκηνών πρέπει να φτιάχνει και μια ολοκληρωμένη ταινία. Η Ψύκου το ξεχνάει. Ή δεν την προβλημάτισε ποτέ. Το φιλμ συμμετέχει στο Διεθνές Διαγωνιστικό. Ας βραβευτεί κι εδώ, λοιπόν, ας ακολουθήσει και η Ακαδημία Κινηματογράφου, φίλοι υπάρχουν, βραβεία υπάρχουν, θεατές είναι το ερώτημα αν θα έχουν επιζήσει (δεν θέλω να θυμίσω την εισπρακτική καριέρα της «Αιώνιας Επιστροφής του Αντώνη Παρασκευά», γιατί θα κακοκαρδίσω κόσμο…).

Ο Ρούμπεν Έστλουντ είναι ένας από τους κύριους «πρωταγωνιστές» των αφιερωμάτων σε σκηνοθέτες φέτος. Είναι και ο Χρυσός Φοίνικας των φετινών Καννών. Δεν κατάλαβα γιατί έφτασε ώς εκεί το «The Square», αλλά παραδέχομαι πως υπάρχει ενδιαφέρον στη δουλειά του. Ομολογώ ότι προτιμώ το «Ανωτέρα Βία» (2014), ένα αρκετά πιο καυστικό έργο για τις ανθρώπινες σχέσεις. Εδώ τα ζητήματα είναι πολύ περισσότερα και το αποτέλεσμα αποτελεί ένα… «meta» χυμαδιό που επιχειρεί να σπάσει την κινηματογραφική φόρμα της αφήγησης, πόσω μάλλον και εκείνη του (όποιου) genre. Curator εκθέσεων σε μουσείο μοντέρνας τέχνης στη Σουηδία αντιμετωπίζει προβλήματα με ένα επερχόμενο project, του οποίου η viral καμπάνια προώθησης του σκάβει τον λάκκο, παράλληλα με μια παράδοξη περιπέτεια που έχει εξαιτίας της κλοπής του κινητού του τηλεφώνου. Τεράστιο (μάλλον εξαντλητικό) σε διάρκεια (142 λεπτά), το φιλμ εστιάζει σχεδόν αποκλειστικά στον ήρωά του, δεν πλάθει βοηθητικούς χαρακτήρες αλλά χιουμοριστικές καρικατούρες και ενώ σαρκάζει πετυχημένα τον κόσμο των τεχνών, την απάτη τού τι εστί Τέχνη και πώς «παντρεύεται» με τον άνθρωπο / θεατή μέσα σε μια κοινωνία απύθμενης ανισότητας, δεν πετυχαίνει ιδιαίτερα στο να αυτοσαρκαστεί ή να παραδοθεί σε μια απόλυτα αναρχική ιδέα που θα «σκάσει» με ένα δυνατά συμβολιστικό φινάλε (όπως η σκηνή με το «αγρίμι» που εισβάλει στο επίσημο δείπνο των εγκαινίων). Υπήρχαν στιγμές που η σκιά τού Ζακ Τατί βάραινε στο φόντο του κάδρου (η σκηνή με τις καρέκλες, στον εντελώς αχρείαστο διάλογο με τη δημοσιογράφο / one night stand), ενώ η αποσπασματικότητα πολλών «ένθετων» καταστάσεων θύμιζε τη συρραφή βινιετών του σινεμά του Ρόι Άντερσον. Βγήκα από την αίθουσα σκεπτικός, αντιμέτωπος με ένα… τετράγωνο που είχε τοποθετηθεί στην πλατεία Αριστοτέλους, παρόμοιο με εκείνο της ταινίας. Αν έμπαινα μέσα σε αυτό και φώναζα «Βοήθεια!», θα γινόμουν γραφικός και θα προκαλούσα μονάχα το γέλιο. Αν άφηνα εκεί το κινητό και το πορτοφόλι μου (inside joke), δεν θα τα ξανάβλεπα ποτέ. Αυτό λέγεται… σαρκασμός.