FreeCinema

Follow us
05.0115:00

48 fps: Η υψηλή ευκρίνεια σε… οργασμό!


Λίγο πριν μπει ο καινούργιος χρόνος έγινα, επιτέλους, μάρτυρας του – κατά τον Πίτερ Τζάκσον – μέλλοντος του σινεμά: τουτέστιν την 48 fps 3D προβολή του «Χόμπιτ: Ένα Αναπάντεχο Ταξίδι». Τι εστί 48 fps και τι έχω να καταθέσω γι’ αυτό; Συνέχισε να διαβάζεις…

«48 frames per second» μεταφράζεται στα ελληνικά «48 καρέ ανά δευτερόλεπτο» και αναφέρεται στην ταχύτητα με την οποία πέφτουν τα κινηματογραφικά καρέ: διπλάσια από τα 24 καρέ ανά δευτερόλεπτο που είχαμε συνηθίσει μέχρι τώρα. Ταχύτητα που – όπως και το High Definition, ή Υψηλή Ευκρίνεια, ελληνιστί – έγινε δυνατή μόνο από τη στιγμή που περάσαμε στην ψηφιακή εποχή του σινεμά, αφού το παραδοσιακό, επιρρεπές στη φθορά celluloid δεν μπορεί να τρέξει γρηγορότερα από 24 fps. Ταχύτητα που, πλέον, μπορεί να αυξηθεί και να φτάσει ακόμα και στα 60 fps (όπως μπορείς να δεις, να συγκρίνεις και να κρίνεις, στο εδώ άκρως κατατοπιστικό, διαδραστικό site), χωρίς, όμως, επιπλέον αισθητή ή σημαντική διαφορά στο αποτέλεσμα.

Ο Τζάκσον επέλεξε να προβάλει το πρώτο μέρος της καινούργιας, τολκινικής, prequel τριλογίας του και σε 48 fps 3D γιατί, όπως υποστηρίζει, αυτή η ταχύτητα είναι ιδανική για τη θέαση τρισδιάστατων, στερεοσκοπικών κινούμενων εικόνων. Όχι μόνο επειδή περιορίζεται στο ελάχιστο η θολούρα / μουντζούρα / σκιά της κίνησης ανθρώπων και αντικειμένων, που γίνεται ακόμα πιο προφανής και ενοχλητική στο 3D, αλλά και επειδή έτσι εκφράζεται (και δη δικαιώνεται) απόλυτα, σε όλο του το μεγαλείο, το HD και στην τρισδιάστατη εκδοχή του. Όταν, όμως, τον περασμένο Απρίλιο, μοιράστηκε ένα 10λεπτο από το 48 fps 3D αυτού του «Αναπάντεχου Ταξιδιού» του με επαγγελματίες θεατές, ήρθε αντιμέτωπος με έντονες διαμαρτυρίες για άνευ (κινηματογραφικής) υφής και ατμόσφαιρας, άκρως επιτηδευμένο αποτέλεσμα.

Την περασμένη Κυριακή, στις 30/12, σε μια κατάμεστη αίθουσα πολυκινηματογράφου στο Φάληρο, με σινεφίλ παρέα, που απλά βλέπει (και απολαμβάνει) σινεμά και δε δουλεύει (με τάσεις υπέρ-ανάλυσης) γι’ αυτό, μπήκα στον κόπο να (ξανα)δώ το πρώτο μέρος του «Χόμπιτ» σε 48 fps 3D, για να διαπιστώσω πόσο δίκιο είχαν οι επικριτές του. Και μετά από 169 λεπτά high tech… HHD σε 3D κατέληξα στο συμπέρασμα πως είχαν και δίκιο και άδικο.

Κατ’ αρχήν, η διπλάσια ταχύτητα των καρέ κάνει την Υψηλή Ευκρίνεια ακόμα πιο Υψηλή (εξ ου και το παραπάνω H στο HD!), γεννώντας ένα αδιανόητης λεπτομέρειας, πρωτόγνωρα κρυστάλλινο οπτικό αποτέλεσμα. Που δεν τα πάει καθόλου καλά με τα γράμματα, το έντονο, συγκεκριμένου σκοπού μακιγιάζ και το φυσικό φως του ήλιου. Τα μεν, είτε πρόκειται για εκείνα του τίτλου της αρχής, είτε για εκείνα των υποτίτλων, φαντάζουν διπλά όταν πέφτουν σε σκούρο φόντο και προκαλούν ζαλάδα, οπότε ή σταματάς να τα διαβάζεις (αν τα αγγλικά σου είναι αρκετά καλά) ή τα συνηθίζεις ή δεν τα συνηθίζεις και τους ρίχνεις μόνο κλεφτές ματιές, όταν σου ξεφύγει κάτι από τους διαλόγους. Άσ’ τα βράστα, δηλαδή.

Το δε μακιγιάζ γίνεται δυσάρεστο (καθώς καταργεί μια απαραίτητη προϋπόθεση της κινηματογραφικής απόλαυσης, το «suspension of disbelief / αναστολή της δυσπιστίας») έτσι όπως αποκαλύπτεται δις σε close – up ως… σοβάς που προσπαθεί να κρύψει χρόνια από το προσώπου τόσο του Κρίστοφερ Λι, όσο και του Ίαν Χολμ. Του τελευταίου ιδιαίτερα, που γεμίζει ηλιόλουστο την οθόνη στην αρχή του φιλμ, ξενίζει επικίνδυνα πολύ και θα με πέταγε εντελώς εκτός ταινίας, αν η παρουσία του ήταν έστω και κατά ένα δέκατο του δευτερολέπτου μεγαλύτερης διάρκειας.

Τίποτα, όμως, δε λαβώνει με περισσότερη επιτήδευση το φιλμ του Τζάκσον όσο το φως του ήλιου. Κάθε φορά που λούζεται σε αυτό, ειδικά το άπλετο και ανεμπόδιστο, για να περιπλανηθεί στα καταπράσινα λιβάδια του Χόμπιτον ή στο… (ε)ξωτικό μεγαλείο του Σχιστού Λαγκαδιού, τα χρώματα είναι τόσο ζωντανά, που σχεδόν φωσφορίζουν αφύσικα, ενώ η υπερβολική ευκρίνεια κάνει εξωπραγματικά αντιληπτό κάθε φύλλο, κάθε μίσχο και κάθε σταγόνα υγρασίας ή νερού. Για μένα το σοκ ήταν τόσο μεγάλο όσο εκείνο της μετάβασης από το αποτέλεσμα του φιλμ των παραδοσιακών φωτογραφικών μηχανών, σε εκείνο της κάρτας μνήμης των high-tech ψηφιακών.

Στην εποχή, όμως, των smartphones και των tablets, όταν οι HD κάμερες είναι πανταχού παρούσες, ποιος από τους μέσους θεατές θα αντιληφθεί τη διαφορά ή τελοσπάντων θα αργήσει να τη συνηθίσει; Όχι τυχαία, ελάχιστα (έως κανένα) παράπονα άκουσα από τους συν-θεατές μου, ενώ η πιο υποψιασμένη φιλενάδα μου διαμαρτυρήθηκε μεν, σχολίασε εύστοχα και ψύχραιμα δε: «Νομίζω ότι το βασικό πρόβλημα του 48 fps είναι το φως του ήλιου. Σε αυτό όλα φαίνονται τόσο τέλεια, που παύουν να μοιάζουν αληθινά. Πού θα πάει, όμως; Όπως η τεχνολογία των ψηφιακών φωτογραφικών μηχανών εξελίχθηκε και έμαθε να αναπαράγει το όλο υφή και ατμόσφαιρα αποτέλεσμα του φιλμ (και μην πάει το μυαλό σου μακριά, σε ακριβοθώρητες, επαγγελματικές μηχανές, σκέψου… Instagram), έτσι θα μάθει και το σινεμά να επεξεργάζεται τα ηλιόλουστα κομμάτια του, έτσι ώστε να μη χάνουν το ρεαλισμό τους».

Ευτυχώς για τον Τζάκσον, το πόνημά του κατά το μεγαλύτερο ποσοστό του διαδραματίζεται σε πυκνό δάσος, όπου τρυπώνουν μόνο ηλιαχτίδες, σε υπό συννεφιά ή καπνό, σέπια ασπρόμαυρα πεδία μάχης, στο σκοτάδι της νύχτας ή των βαθιών, περίπλοκων σπηλιών των τελωνίων και του Γκόλουμ. Και εκεί το 48 fps κάνει θαύματα. Σε αυτή την περίπτωση, η πρωτόγνωρα κρυστάλλινη ποιότητα των εικόνων αναδεικνύει όλη τη δυναμική του βάθους πεδίου (ή της προοπτικής, στην καθομιλουμένη) του 3D, χρίζοντάς το πιο λειτουργικό και σημαντικό, αλλά και ακαταμάχητα ελκυστικό: η οθόνη, θαρρείς, σε ρουφά αμαχητί στα σπλάχνα της.

Ταυτόχρονα, οι σκηνές της δράσης, των μαχών και των (CGI) ειδικών εφέ απελευθερώνονται όντως από την προαναφερθείσα θολούρα / μουντζούρα / σκιά της κίνησης και αποκτούν εκπληκτική, πρωτοφανή και δη καινοτόμα διαύγεια. Γεγονός που τις κάνει, όλες, εξαιρετικά ευανάγνωστες, σχεδόν διαδραστικά συναρπαστικές και απερίγραπτα ξεκούραστες στην παρακολούθησή τους από το ανθρώπινο μάτι. Με άλλα λόγια, καθ’ όλη τη διάρκειά τους μπορεί όχι μόνο να ξεχάσεις ότι φοράς γυαλιά, αλλά και ότι βλέπεις σινεμά! Ειλικρινά το αποτέλεσμα είναι τόσο καθηλωτικό και πολλά υποσχόμενο, που έπιασα τον εαυτό μου να αναρωτιέται αν θα μας έφταναν τα λόγια ή τα αστεράκια για να αξιολογήσουμε τα – αφηγηματικά πιο οικονόμα – καθόλου ή ελάχιστα εκτεθειμένα σε φυσικό, ηλιακό φως, «Avatar» του Κάμερον, «Hugo» του Σκορσέζε και «Η Ζωή Του Πι» του Λι, αν τα είχαμε βιώσει σε 48 fps 3D.

Κάθε αρχή και δύσκολη λοιπόν, και για το 48 fps 3D και για τον Τζάκσον που το τόλμησε, κόντρα σε μια παράδοση – συνήθεια ενός και βάλε αιώνα. Από την άλλη, όμως, κάθε νέα αρχή, είναι και μια καλή, γεμάτη πιθανότητες αρχή…